Выбрать главу

“Μάλλον θα έρθω”, είπε αργά ο Πέριν, “αν δηλαδή δεν με χρειάζεται ο αφέντης Λούχαν”.

“Ο πόλεμος είναι στη Γκεάλνταν”, ξέσπασε ο Ραντ. Χαμήλωσε τη φωνή του με κόπο. “Ο πόλεμος είναι στη Γκεάλνταν και μόνο το Φως ξέρει που βρίσκονται οι Άες Σεντάι, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν είναι εδώ. Εδώ όμως είναι ο άντρας με το μαύρο μανδύα, ή μήπως τον ξεχάσατε κιόλας;” Οι άλλοι κοιτάχτηκαν ντροπιασμένοι.

“Συγνώμη, Ραντ”, μουρμούρισε ο Ματ. “Αλλά κάθε πότε έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι άλλο, εκτός να αρμέγω τις αγελάδες του μπαμπά μου;” Όρθωσε το κορμί του, ενώ οι άλλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι. “Ε, τις αρμέγω και μάλιστα κάθε μέρα”.

“Ο μαύρος καβαλάρης”, τους υπενθύμισε ο Ραντ. “Αν κάνει κακό σε κάποιον;”

“Μπορεί να είναι πρόσφυγας από τον πόλεμο”, είπε ο Πέριν με αμφιβολία.

“Όποιος και να ’ναι, οι σκοποί θα τον βρουν”.

“Μπορεί”, είπε ο Ραντ, “αλλά μοιάζει να εξαφανίζεται όποτε του κάνει κέφι. Μπορεί να είναι καλύτερα, αν ξέρουν και κοιτάζουν γι’ αυτόν”.

“Θα το πούμε στον αφέντη αλ’Βερ, όταν προσφερθούμε για τις περιπόλους”, είπε ο Ματ, “αυτός θα το πει στο Συμβούλιο και θα το πουν στους σκοπούς”.

“Το Συμβούλιο;” είπε ο Πέριν δύσπιστα. “Θα είμαστε τυχεροί, αν ο δήμαρχος δεν βάλει τα γέλια. Ο αφέντης Λούχαν και ο πατέρας του Ραντ νομίζουν ότι σκιαχτήκαμε”.

Ο Ραντ αναστέναξε. “Αν είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε τώρα. Τι να γελάσει σήμερα, τι αύριο”.

Ο Πέριν, κοιτάζοντας λοξά τον Ματ, είπε, “Ίσως, πρέπει να βρούμε κι άλλους, που να τον έχουν δει. Απόψε στο χωριό θα είναι σχεδόν όλοι”. Ο Ματ κατσούφιασε ακόμα περισσότερο, αλλά δεν είπε τίποτα. Όλοι καταλάβαιναν ότι ο Πέριν εννοούσε πως έπρεπε να βρουν μάρτυρες, πιο αξιόπιστους από τον Ματ. “Τι να γελάσει σήμερα, τι αύριο”, πρόσθεσε ο Πέριν, όταν είδε τον Ραντ να διστάζει. “Και θα προτιμούσα να έχουμε μερικούς ακόμα μαζί μας, όταν πάμε να τον βρούμε. Το μισό χωριό, ας πούμε”.

Ο Ραντ ένευσε αργά. Στο νου του άκουγε κιόλας τον αφέντη αλ’Βερ να γελά. Καλά θα ήταν να είχαν μερικούς μάρτυρες παραπάνω. Κι αφού οι τρεις τους είχαν δει αυτόν τον τύπο, θα τον είχαν δει κι άλλοι. Έτσι έπρεπε. “Αύριο, λοιπόν. Βρείτε εσείς όποιους μπορείτε απόψε, κι αύριο πάμε στον δήμαρχο. Μετά...” Τον κοίταξαν σιωπηλοί, χωρίς να ρωτά κανένας τι θα έκαναν, αν δεν έβρισκαν άλλους που να έχουν δει τον μαυροντυμένο άνδρα. Η ερώτηση όμως ήταν ολοφάνερη στα μάτια τους και ο Ραντ δεν είχε απάντηση. Αναστέναξε βαριά. “Πρέπει να φεύγω. Ο πατέρας μου θα αναρωτιέται πού χάθηκα”.

Τον αποχαιρέτησαν κι αυτός έτρεξε στο στάβλο, όπου η άμαξα με τις μεγάλες ρόδες έστεκε, με τους ρυμούς ακουμπισμένους στο χώμα.

Ο στάβλος ήταν ένα μακρύ και στενό κτίριο, που κατέληγε σε μια μυτερή καλαμοσκεπή. Υπήρχαν παχνιά γεμάτα σανό και στις δύο πλευρές του μισοσκότεινου κτιρίου, που φωτιζόταν μόνο από τις ανοιχτές διπλές πόρτες στις δύο άκρες του. Τα ζώα του πραματευτή μασουλούσαν βρώμη, βαλμένα και τα οκτώ το καθένα στο δικό του παχνί και άλλα έξι παχνιά ήταν κατειλημμένα από τα μεγαλόσωμα Ντούραν του αφέντη αλ’Βερ, τα οποία νοίκιαζε σε αγρότες, όταν τα δικά τους άλογα δεν έφταναν για τις δουλειές τους, αλλά μόνο τρία ακόμα παχνιά ήταν γεμάτα. Ο Ραντ σκέφτηκε πως μπορούσε πανεύκολα να βρει σε ποιον ανήκε το κάθε άλογο. Ο ψηλός, μαύρος επιβήτορας με τον ογκώδη θώρακα, που σήκωσε το κεφάλι του με μια δυνατή κίνηση, πρέπει να ήταν του Λαν. Η φοράδα με το αστραφτερό άσπρο τρίχωμα, το λυγισμένο λαιμό και τα γοργά βήματα, που ήταν χαριτωμένα σαν κοριτσίστικος χορός, δεν μπορούσε παρά να ανήκει στη Μουαραίν. Και το τρίτο άγνωστο άλογο, ένα μουνουχισμένο ζώο, λιγνό, με ρουφηγμένα πλευρά και θαμπό καφετί χρώμα, ταίριαζε τέλεια με τον Θομ Μέριλιν.

Ο Ταμ στεκόταν στο πίσω μέρος του στάβλου, κρατώντας την Μπέλα από το λουρί και μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Χου και τον Ταντ. Πριν ο Ραντ κάνει δυο βήματα στο στάβλο, ο πατέρας του ένευσε προς τους σταβλίτες και έβγαλε έξω την Μπέλα, παίρνοντας μαζί του τον Ραντ, δίχως λέξη, καθώς προχωρούσε.

Έζεψαν σιωπηλοί τη δασύτριχη φοράδα. Ο Ταμ έμοιαζε να είναι τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του, που ο Ραντ δεν είπε κουβέντα. Δεν πρόσμενε με χαρά τη στιγμή που θα προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα του για τον μαυροντυμένο καβαλάρη, πολύ λιγότερο τον δήμαρχο. Θα μπορούσε να το πει την επαύριο, που ο Ματ και οι υπόλοιποι θα είχαν βρει κι άλλους μάρτυρες. Αν έβρισκαν άλλους.

Όταν το κάρο ξεκίνησε με ένα τράνταγμα, ο Ραντ έπιασε το τόξο και τη φαρέτρα του από το πίσω μέρος και έδεσε αδέξια τη φαρέτρα στη μέση του, ενώ ταυτόχρονα μισοέτρεχε. Όταν έφτασαν στην τελευταία σειρά σπιτιών του χωριού, έβαλε ένα βέλος στη χορδή του τόξου, την τράβηξε λίγο και το μισοσήκωσε. Δεν είχε τίποτα να δει, παρά μόνο δέντρα χωρίς φύλλα, αλλά οι ώμοι του σφίχτηκαν. Ο μαύρος καβαλάρης μπορούσε να τους φτάσει πριν τον καταλάβουν. Ίσως να μην προλάβαινε να τεντώσει τη χορδή, αν δεν ήταν προετοιμασμένος.