Ξαφνικά η πέτρα κάτω από τα πόδια του του φάνηκε λεπτή σαν χαρτί και το χάσμα πέρα από το χείλος φάνηκε να τον τραβάει. Η λάμπα και το κοντάρι, ξαφνικά, έμοιαζαν τόσο βαριά, που θα τον γκρέμιζαν από τη σέλα. Ένιωσε το μυαλό του να γυρνά σαν σβούρα και έβαλε το άλογο να οπισθοχωρήσει από την άβυσσο, εξίσου προσεκτικά όπως κι όταν πλησίαζε.
“Εδώ μας έφερες, Άες Σεντάι;” είπε η Νυνάβε. “Όλα αυτά μόνο και μόνο για να βρούμε ότι τελικά θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο Κάεμλυν;”
“Δεν είμαστε αναγκασμένοι να γυρίσουμε πίσω”, είπε η Μουαραίν. “Τουλάχιστον όχι ως το Κάεμλυν. Στις Οδούς υπάρχουν πολλοί δρόμοι για κάθε μέρος. Αρκεί να πάμε πίσω για να βρει ο Λόιαλ άλλη διαδρομή για το Φαλ Ντάρα. Λόιαλ; Λόιαλ!”
Ο Ογκιρανός τράβηξε με κόπο το βλέμμα του από το χάσμα.. “Τι; Α. Ναι, Άες Σεντάι. Μπορώ να βρω άλλο δρόμο. Δεν...” Τα μάτια του στράφηκαν αργά προς το χάσμα και τα αυτιά του συσπάστηκαν. “Δεν φανταζόμουν πως η φθορά είχε προχωρήσει τόσο. Αν σπάνε ακόμα και οι γέφυρες, ίσως να μην μπορώ να βρω το δρόμο που θέλεις. Ίσως, μάλιστα, να μην μπορώ να βρω και δρόμο για να επιστρέψουμε. Οι γέφυρες ίσως γκρεμίζονται ακόμα και αυτή τη στιγμή που μιλάμε”.
“Πρέπει να υπάρχει δρόμος”, είπε ο Πέριν, και η φωνή του ήταν ανέκφραστη. Τα μάτια του έμοιαζαν να μαζεύουν το φως, να λάμπουν χρυσαφένια. Σαμ παγιδευμένος λύκος, σκέφτηκε έκπληκτος ο Ραντ. Να με τι μοιάζει.
“Όλα θα γίνουν όπως υφαίνει ο Τροχός”, είπε η Μουαραίν, αλλά δεν πιστεύω πως η φθορά προχωρά τόσο γρήγορα όσο νομίζεις. Κοίτα την πέτρα, Λόιαλ. Ακόμα κι εγώ μπορώ να δω ότι έχει καιρό που έσπασε”.
“Ναι”, είπε αργά ο Λόιαλ “Ναι, Άες Σεντάι. Το βλέπω. Εδώ δεν υπάρχουν αέρας και βροχή, αλλά η πέτρα είναι εκτεθειμένη στον αέρα τουλάχιστον δέκα χρόνια”. Ένευσε με ένα χαμόγελο ανακούφισης· ένιωθε τόση χαρά μ’ αυτή την ανακάλυψη, που για μια στιγμή φαινόταν να έχει ξεχάσει το φόβο του. Έπειτα κοίταξε τριγύρω και σήκωσε τους ώμους αμήχανα. “Θα μπορούσα να βρω κι άλλους δρόμους, πιο εύκολα απ’ αυτόν του Μάφαλ Ντανταράνελ. Της Ταρ Βάλον, για παράδειγμα; Ή του Στέντιγκ Σανγκτάι. Από το προηγούμενο νησί είναι μόνο τρεις γέφυρες για το Στέντιγκ Σανγκτάι. Νομίζω πως αυτή τη φορά οι Πρεσβύτεροι θα θέλουν να μου μιλήσουν”.
“Στο Φαλ Ντάρα, Λόιαλ”, είπε σταθερά η Μουαραίν. “Ο Οφθαλμός του Κόσμου βρίσκεται πέρα από το Φαλ Ντάρα και πρέπει να φτάσουμε στον οφθαλμό”.
“Στο Φαλ Ντάρα”, συμφώνησε απρόθυμα ο Ογκιρανός.
Γύρισαν στο Νησί και ο Λόιαλ έσκυψε να μελετήσει τη γραφή που κάλυπτε τη στήλη, με τα μακριά του φρύδια να πέφτουν χαμηλά, καθώς μουρμούριζε και μονολογούσε. Σε λίγο άρχισε να μιλά στον εαυτό του στα Ογκιρανά. Αυτή η ρέουσα γλώσσα θύμιζε πουλιά που κελαηδούσαν με βαθιά φωνή. Του Ραντ του φάνηκε αλλόκοτο, που ένας τόσο μεγαλόσωμος λαός είχε τόσο μουσική λαλιά.
Τελικά ο Ογκιρανός ένευσε. Καθώς τους οδηγούσε στη γέφυρα που είχε διαλέξει, στράφηκε και κοίταξε με νοσταλγία το σημάδι πλάι σε μια άλλη γέφυρα. “Τρεις γέφυρες ως το Στέντιγκ Σανγκτάι”. Αναστέναξε. Αλλά τους πήρε χωρίς να σταματήσει και έστριψε στην τρίτη γέφυρα πιο πέρα Κοίταξε λυπημένα πίσω του καθώς ξεκινούσαν, αν και η γέφυρα για το σπίτι του ήταν κρυμμένη στο σκοτάδι.
Ο Ραντ πλησίασε τον Ογκιρανό. “Όταν τελειώσουν όλα αυτά, Λόιαλ, θα μου δείξεις το στέντιγκ σου και θα σου δείξω το Πεδίο του Έμοντ. Όχι όμως από τις Οδούς. Θα πάμε περπατώντας, ή καβάλα, ακόμα κι αν ταξιδεύουμε όλο το καλοκαίρι”.
“Πιστεύεις πως θα τελειώσει ποτέ, Ραντ;”
Εκείνος κοίταξε τον Ογκιρανό συνοφρυωμένος. “Είπες ότι θα κάνουμε δυο μέρες για να φτάσουμε στο Φαλ Ντάρα”.
“Δεν λέω για τις Οδούς. Για τα άλλα”. Ο Λόιαλ κοίταξε πάνω από τον ώμο του την Άες Σεντάι, που μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Λαν καθώς πήγαιναν δίπλα-δίπλα. “Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τελειώσουν ποτέ;”
Οι γέφυρες και οι ράμπες τους ανεβοκατέβαιναν. Κάποιες γραμμές ξεκινούσαν από τους Οδηγούς και χάνονταν στο σκοτάδι, όπως εκείνη που είχαν ακολουθήσει από την Πύλη στο Κάεμλυν. Ο Ραντ είδε πως δεν ήταν ο μόνος που κοίταζε αυτές τις γραμμές με περιέργεια και με κάποια λαχτάρα. Η Νυνάβε, ο Πέριν, ο Ματ, ακόμα και η Εγκουέν, άφηναν τις γραμμές με απροθυμία Στην άλλη άκρη τους υπήρχαν Πύλες, μια είσοδος στον κόσμο, όπου υπήρχε ουρανός και ήλιος και άνεμος. Ακόμα και ο άνεμος θα ήταν ευπρόσδεκτος. Τις άφηναν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Άες Σεντάι. Αλλά ο Ραντ δεν ήταν ο μόνος που κοίταζε πίσω, καθώς το σκοτάδι κατάπινε και Νησί και Οδηγό και γραμμές.
Ο Ραντ είχε αρχίσει να χασμουριέται, όταν η Μουαραίν τους ανακοίνωσε ότι θα σταματούσαν για να περάσουν τη νύχτα σε ένα Νησί. Ο Ματ κοίταξε τη μαυρίλα γύρω τους και χαχάνισε δυνατά, αλλά κατέβηκε γρήγορα από το άλογο σαν και τους άλλους. Ο Λαν και τα αγόρια ξεσέλωσαν και πεδίκλωσαν τα άλογα, ενώ η Νυνάβε και η Εγκουέν έστηναν μια μικρή κουζίνα λαδιού για να κάνουν τσάι. Η κουζινούλα έμοιαζε με βάση λάμπας και ο Λαν είπε ότι τη χρησιμοποιούσαν οι Πρόμαχοι στη Μάστιγα, όπου θα ήταν επικίνδυνο να ανάψουν ξύλα. Ο Πρόμαχος έβγαλε τρίποδα από τα καλάθια που είχαν κατεβάσει από το φορτωμένο άλογο, για να στήσουν τα κοντάρια με τις λάμπες σε κύκλο γύρω από το στρατόπεδό τους.