“Ένας Ταξιδιώτης”, είπε απλά ο Πέριν. “Χορεύει. Σαν πουλί. Έτσι δεν είπες, Εγκουέν; Ότι ήταν σαν να χόρευες μ’ ένα πουλί;”
Η Εγκουέν άφησε κάτω το φλιτζάνι με ύφος. “Δεν ξέρω αν εσείς κουραστήκατε, αλλά εγώ πάω για ύπνο”.
Καθώς κουκουλωνόταν στις κουβέρτες της, ο Πέριν έγειρε και σκούντησε τον Ραντ στα πλευρά και του έκλεισε το μάτι. Ο Ραντ του χαμογέλασε πλατιά. Που να καώ, αυτή τη φορά βγήκα εγώ κερδισμένος. Μακάρι να ήξερα για τις γυναίκες όσα ο Πέριν.
“Ραντ”, είπε με πονηρό ύφος ο Ματ, “ίσως πρέπει να πεις στην Εγκουέν για την κόρη εκείνου του αγρότη, του Γκρίνγουελ, την Έλσε”. Η Εγκουέν σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πρώτα τον Ματ και ύστερα τον Ραντ.
Ο Ραντ σηκώθηκε βιαστικά για να φέρει τις κουβέρτες του. “Λέω να κοιμηθώ κι εγώ”.
Τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ πήγαν να πάρουν τις κουβέρτες τους, όπως κι ο Λόιαλ. Η Μουαραίν κάθισε πίνοντας το τσάι της. Το ίδιο και ο Λαν. Ο Πρόμαχος δεν φαινόταν να θέλει, ή να χρειάζεται ύπνο.
Ακόμα κι έτσι, κουκουλωμένοι για ύπνο, κανένας δεν ήθελε να απομακρυνθεί από τους άλλους. Έκαναν έναν μικρό κύκλο από μορφές τυλιγμένες σε κουβέρτες γύρω από την κουζινούλα, αγγίζοντας, σχεδόν, ο ένας τον άλλον.
“Ραντ”, ψιθύρισε ο Ματ, “έτρεχε τίποτα με σένα και τη Μιν; Εγώ μόλις που της έριξα μια ματιά. Καλή ήταν, αλλά πρέπει να είναι μεγάλη, σαν τη Νυνάβε”.
“Τι έγινε μ’ αυτή την Έλσε;” πρόσθεσε ο Πέριν από την άλλη μεριά του. “Καλή;”
“Μα το αίμα και τις στάχτες, δεν μπορώ να πω μια καλημέρα σε μια κοπέλα; Εσείς οι δύο είστε χειρότεροι κι από την Εγκουέν”.
“Όπως θα έλεγε και η Σοφία”, είπε κοροϊδευτικά ο Ματ, “πρόσεχε τα λόγια σου. Τέλος πάντων, αν δεν θες να μιλήσεις γι’ αυτό, εγώ λέω να κοιμηθώ”.
“Ωραία”, μούγκρισε ο Ραντ. “Είναι το πρώτο σωστό πράγμα που είπες”.
Ο ύπνος όμως δεν ερχόταν εύκολα. Η πέτρα ήταν σκληρή, όπως κι αν έστριβε ο Ραντ και ένιωθε τις λακουβίτσες ακόμα και μέσα από τις κουβέρτες του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν κάπου αλλού εκτός από τις Οδούς, που τις είχαν φτιάξει οι άνδρες που είχαν τσακίσει τον κόσμο, μιασμένοι από τον Σκοτεινό. Έβλεπε μπροστά του τη σπασμένη γέφυρα και το τίποτα από κάτω της.
Όταν γύρισε από την άλλη μεριά, βρήκε τον Ματ να τον κοιτάζει· να τον κοιτάζει χωρίς να τον βλέπει. Οι κοροϊδίες ξεχνιόνταν, όταν ερχόταν η θύμηση του σκοταδιού γύρω τους. Και ο Πέριν είχε ανοιχτά τα μάτια. Το πρόσωπο του Πέριν έδειχνε λιγότερο φόβο απ’ όσο ο Ματ, αλλά είχε τα χέρια του στο στήθος και χτυπούσε τους αντίχειρες μεταξύ τους ανήσυχα.
Η Μουαραίν τους πλησίαζε με τη σειρά, έσκυβε στο κεφάλι του καθενός, έσκυβε για να μιλήσει απαλά. Ο Ραντ δεν άκουσε τι είπε στον Πέριν, αλλά οι αντίχειρές του σταμάτησαν. Όταν η Μουαραίν έσκυψε πάνω από τον Ραντ και το πρόσωπό της σχεδόν άγγιξε το δικό του, του είπε με χαμηλή, παρηγορητική φωνή, “Ακόμα κι εδώ, η μοίρα σου σε προστατεύει. Ούτε καν ο Σκοτεινός δεν μπορεί να αλλάξει εντελώς το Σχήμα. Είσαι ασφαλής από αυτόν, όσο είμαι κοντά σου. Τα όνειρά σου είναι ασφαλή. Για ένα διάστημα ακόμα, είσαι ασφαλής”.
Καθώς η Μουαραίν έφευγε από κοντά του και πλησίαζε τον Ματ, ο Ραντ αναρωτήθηκε αν η Άες Σεντάι πίστευε ότι ήταν τόσο απλό, ότι θα του έλεγε ότι ήταν ασφαλής και αυτός θα την πίστευε. Αλλά, με κάποιον τρόπο, όντως ένιωθε ασφαλής — ή, τουλάχιστον, λίγο περισσότερο ασφαλής. Μ’ αυτή τη σκέψη, αποκοιμήθηκε και δεν ονειρεύτηκε.
Τους ξύπνησε ο Λαν. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο Πρόμαχος είχε κοιμηθεί, δεν φαινόταν κουρασμένος, ούτε καν την κούραση που έδειχναν εκείνοι, που είχαν ξαπλώσει μερικές ώρες στη σκληρή πέτρα. Η Μουαραίν τους άφησε λίγη ώρα για τσάι, αλλά μόνο ένα φλιτζάνι για τον καθένα. Έφαγαν πρωινό στη σέλα, με τον Λόιαλ και τον Πρόμαχο να τους οδηγούν. Ήταν το ίδιο φαγητό όπως πάντα, ψωμί και κρέας και τυρί. Ο Ραντ σκέφτηκε πως θα ήταν εύκολο να βαρεθεί κανείς το ψωμί και το κρέας και το τυρί.
Έφαγε και έγλειψε και τα δάχτυλά του και λίγη ώρα μετά ο Λαν είπε ήρεμα, “Κάποιος μας ακολουθεί. Ή κάτι”. Ήταν στη μέση μιας γέφυρας και οι δύο άκρες της ήταν κρυμμένες.
Ο Ματ έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα του και, πριν τον σταματήσει κανείς, το εκτόξευσε στο σκοτάδι πίσω τους.
“Ήξερα ότι δεν έπρεπε να το κάνω αυτό”, μουρμούρισε ο Λόιαλ. “Μην έχεις πάρε-δώσε με Άες Σεντάι, παρά μόνο όταν είσαι σε στέντιγκ”.
Ο Λαν του χαμήλωσε το τόξο, πριν ο Ματ περάσει δεύτερο βέλος. “Σταμάτα, βόδι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι”.
“Μόνο εκεί είσαι ασφαλής”, συνέχισε ο Ογκιρανός.
“Τι θα είναι σε τέτοιο μέρος, αν όχι το κακό;” ζήτησε να μάθει ο Ματ.
“Έτσι λένε οι Πρεσβύτεροι κι έπρεπε να τους ακούσω”.
“Κατ’ αρχάς, εμείς”, είπε ξερά ο Πρόμαχος.