Выбрать главу

Η Πύλη εμφανίστηκε στο σκοτάδι, με σμιλεμένες κληματσίδες, ολομόναχη στη μαυρίλα, σαν μικρό μέρος ενός τοίχου μέσα στη νύχτα. Η Μουαραίν έσκυψε από τη σέλα, άπλωσε το χέρι στα σκαλίσματα και ξαφνικά αποτραβήχτηκε. “Το φύλλο του αβεντεσόρα δεν είναι εδώ!” είπε. “Λείπει το κλειδί!”

“Μα το Φως!” φώναξε ο Ματ. “Μα το φλογισμένο Φως!” Ο Λόιαλ έγειρε πίσω το κεφάλι και άφησε μια θρηνητική κραυγή, σαν το αλύχτημα κάποιου που πέθαινε.

Η Εγκουέν άγγιξε το μπράτσο του Ραντ. Τα χείλη της έτρεμαν, αλλά απλώς στάθηκε κοιτάζοντάς τον. Εκείνος ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της, ελπίζοντας να μην φαινόταν πιο φοβισμένος απ’ αυτήν. Πίσω, προς τον Οδηγό, ο άνεμος ούρλιαξε. Του Ραντ του φάνηκε πως άκουγε φωνές εκεί, φωνές που ξεφώνιζαν τέτοιες ρυπαρότητες, που παρά το ότι καταλάβαινε μόνο τα μισά, του έφεραν σχεδόν εμετό στο στόμα.

Η Μουαραίν σήκωσε το ραβδί της και φλόγα πετάχτηκε από την άκρη του. Δεν ήταν η αγνή κατάλευκη φλόγα που θυμόταν ο Ραντ από το Πεδίο του Έμοντ και τη μάχη πριν τη Σαντάρ Λογκόθ. Αρρωστημένες κιτρινιάρικες πινελιές λέκιαζαν τη φωτιά και μαύρα στίγματα που έπλεαν αργά, σαν αποκαΐδια. Αραιός, δριμύς καπνός ξεπήδησε από τη φλόγα, φέρνοντας βήχα στον Λόιαλ και κάνοντας τα άλογα να γελάσουν νευρικά, αλλά η Μουαραίν την πλησίασε στην πόρτα. Ο καπνός έγδαρε το λαιμό του Ραντ και του έκαψε τη μύτη.

Η πέτρα έλιωσε σαν βούτυρο, τα φύλλα και οι κληματσίδες μαράθηκαν στη φλόγα και χάθηκαν. Η Άες Σεντάι προχωρούσε τη φωτιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά δεν ήταν εύκολη δουλειά το κόψιμο ενός ανοίγματος αρκετά μεγάλου για όλους. Του Ραντ του φαινόταν ότι η γραμμή της λιωμένης πέτρας σερνόταν με ταχύτητα σαλιγκαριού. Ο μανδύας του σάλεψε, σαν να είχε φυσήξει η πρώτη πνοή μιας αύρας και η καρδιά του πάγωσε.

“Το νιώθω”, είπε ο Ματ, με τρεμουλιαστή φωνή. “Μα το αίμα και τις στάχτες, το νιώθω!”

Η φλόγα έσβησε και η Μουαραίν χαμήλωσε το ραβδί της. “Έγινε”, είπε. “Το μισό έγινε”.

Μια λεπτή γραμμή διέσχιζε τη σκαλισμένη πέτρα. Ο Ραντ πίστεψε πως διέκρινε φως —αμυδρό, μα πάντως φως— μέσα από τη χαραμάδα. Αν και κομμένες, όμως, οι δύο μεγάλες φέτες της πέτρας ακόμα στέκονταν εκεί, μισός κύκλος από κάθε φύλλο. Το άνοιγμα θα ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσουν όλοι καβάλα, αν και ο Λόιαλ ίσως αναγκαζόταν να ξαπλώσει στη ράχη του αλόγου του. Όταν έβγαιναν οι δύο πέτρινες φέτες, θα ήταν αρκετά μεγάλο. Αναρωτήθηκε πόσο ζύγιζαν. Πεντακόσια κιλά; Παραπάνω; Ίσως, αν κατέβουμε όλοι να σπρώξουμε. Ίσως μπορέσουμε να σπρώξουμε τη μία πριν φτάσει ο άνεμος. Μια σπιλιάδα του τράβηξε το μανδύα. Προσπάθησε να μην ακούει αυτά που φώναζαν οι φωνές.

Όταν η Μουαραίν έκανε πίσω, ο Μαντάρμπ όρμησε μπροστά, κατευθείαν προς την Πύλη, με τον Λαν σκυμμένο στη σέλα. Την τελευταία στιγμή το πολεμικό άλογο έστριψε και χτύπησε την έξοδο με τον ώμο του, όπως είχε μάθει να κάνει με τα άλλα άλογα στη μάχη. Μ’ ένα δυνατό κρότο η πέτρα έπεσε προς τα έξω και ο Πρόμαχος με το άλογό του, με τη φόρα που είχαν, πέρασαν το καπνισμένο τρεμόσβησμα της Πύλης. Το φως που μπήκε ήταν χλωμό και αδύναμο κι έδειχνε ότι ήταν ακόμα πρωί, αλλά του Ραντ του φαινόταν σαν να τον τύφλωνε ο μεσημεριανός ήλιος του καλοκαιριού.

Στην άλλη άκρη της εξόδου ο Λαν και ο Μαντάρμπ βράδυναν το βήμα, προχωρώντας με αργή κίνηση, καθώς ο Πρόμαχος ξανάφερνε το άλογο προς την Πύλη. Ο Ραντ δεν περίμενε. Έσπρωξε το κεφάλι, της Μπέλας προς το άνοιγμα και χτύπησε δυνατά τη δασύτριχη φοράδα στα καπούλια. Η Εγκουέν μόλις που πρόλαβε να του ρίξει μια έκπληκτη ματιά πάνω από τον ώμο της, πριν η Μπέλα τη βγάλει από τις Οδούς.

“Όλοι, βγείτε έξω!” τους παρότρυνε η Μουαραίν. “Γρήγορα! Έξω!”

Καθώς μιλούσε η Άες Σεντάι, άπλωσε το χέρι κρατώντας το ραβδί της, σημαδεύοντας τον Οδηγό. Κάτι πετάχτηκε από την άκρη του ραβδιού, σαν υγρό φως που είχε γίνει ένα πηχτό σιρόπι φωτιάς, ένα καυτό δόρυ από λευκό και κόκκινο και κίτρινο, που χώθηκε στο μαύρο και ανατινάχτηκε, σπινθηροβολώντας σαν θρυμματισμένα διαμάντια. Τα χίλια μουρμουρητά που κρύβονταν στον άνεμο βρυχήθηκαν σαν κεραυνός· βρυχηθμοί τρέλας, μισοακουσμένες φωνές, που χαχάνιζαν και ούρλιαζαν υποσχέσεις, που έφερναν αναγούλα στον Ραντ, τόσο από την ηδονή που έδειχναν, όσο και από αυτό που σχεδόν καταλάβαινε ότι έλεγαν.

Κλώτσησε τον Κοκκινοτρίχη για να ξεκινήσει, μπήκε στο άνοιγμα, στριμώχτηκε πίσω από τους άλλους, που είχαν πάει να βγουν από το θαμπό τρεμούλιασμα όλοι μαζί. Πάλι τον διέτρεξε η παγωνιά, η αλλόκοτη αίσθηση ότι έπεφτε αργά με το κεφάλι σε λίμνη το χειμώνα και το παγωμένο νερό σερνόταν στο δέρμα του, προχωρώντας με απειροελάχιστα βήματα. Όπως και πριν, του φάνηκε πως αυτό κρατούσε μια αιωνιότητα, ενώ το μυαλό του έτρεχε, καθώς αναρωτιόταν αν ο άνεμος μπορούσε να τους πιάσει εκεί που ήταν έτσι αιχμαλωτισμένοι.