Выбрать главу

Ξαφνικά, σαν φυσαλίδα που είχε τρυπήσει, η παγωνιά χάθηκε και ο Ραντ βρέθηκε έξω. Το άλογο του, που, για μια απότομη στιγμή, προχώρησε με τη διπλάσια ταχύτητα απ’ όσο πριν, παραπάτησε και, παραλίγο, θα τον έριχνε μπροστά. Ο Ραντ αγκάλιασε και με τα δύο χέρια το λαιμό του αλόγου και κρατήθηκε για να σωθεί. Όταν ξαναβρέθηκε στη σέλα, ο Κοκκινοτρίχης τινάχτηκε και μετά πλησίασε τους άλλους με τροχασμό, γαλήνια, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα παράξενο. Έκανε κρύο, όχι σαν την παγωνιά της Πύλης, αλλά ήταν ευπρόσδεκτο, το φυσικό χειμωνιάτικο κρύο, που τρυπούσε αργά και σταθερά τη σάρκα.

Τυλίχτηκε με το μανδύα του, κοιτάζοντας το μουντό λαμπύρισμα της Πύλης. Πλάι του ο Λαν καθόταν γέρνοντας μπροστά, με το ένα χέρι στο σπαθί του. Άνθρωπος και άλογο έδειχναν να είναι σε ένταση, σαν να ήταν έτοιμοι να ξαναγυρίσουν, αν δεν εμφανιζόταν η Μουαραίν.

Η Πύλη στεκόταν σε ένα σωρό από πέτρες στη βάση ενός λόφου, κρυμμένη πίσω από τους θάμνους, με εξαίρεση τα σημεία στα οποία τα κομμάτια της πέτρας, πέφτοντας, είχαν τσακίσει τα γυμνά, σχεδόν ξερά κλαριά. Δίπλα στα σκαλίσματα, πάνω στα απομεινάρια της πέτρας, η γύρω βλάστηση έμοιαζε ψεύτικη.

Η θολή επιφάνεια διογκώθηκε, σαν παράξενη, μακριά φυσαλίδα, που ανέβαινε στην επιφάνεια λίμνης. Μέσα από τη φυσαλίδα ξεπρόβαλε η πλάτη της Μουαραίν. Σιγά-σιγά, η Άες Σεντάι και το καθρέφτισμά της ξεχώρισαν. Ακόμα κρατούσε το ραβδί μπροστά της και δεν το κατέβασε καθώς τραβούσε την Αλντίμπ από την Πύλη· η λευκή φοράδα χοροπηδούσε από φόβο και τα μάτια της κυλούσαν. Μην αφήνοντας την Πύλη από το βλέμμα της, η Μουαραίν συνέχισε να οπισθοχωρεί.

Η Πύλη σκοτείνιασε. Το θολό τρεμόσβησμα βούρκωσε κι άλλο, από γκρίζο έγινε σαν κάρβουνο, ύστερα μαύρο, σαν την καρδιά των Οδών. Ο άνεμος ούρλιαξε, σαν από πολύ μακριά, με κρυμμένες φωνές γεμάτες άσβηστη δίψα για ζωντανά πλάσματα, γεμάτες πείνα για πόνο, γεμάτες σύγχυση.

Οι φωνές έμοιαζαν να ψιθυρίζουν στα αυτιά του Ραντ, στα όρια του να γίνονται αντιληπτές και λιγάκι παραπέρα. Σάρκα τόσο ωραία, τόσο ωραία να τη σχίζεις, να γδέρνεις το δέρμα· δέρμα σε λωρίδες, να τις πλέκεις, τόσο ωραία να πλέκεις τις λωρίδες, τόσο ωραία, τόσο κόκκινες οι σταγόνες που στάζουν· αίμα τόσο κόκκινο, τόσο κόκκινο, τόσο γλυκό· γλυκές κραυγές, όμορφες κραυγές, τραγουδιστές κραυγές, τραγουδήστε το τραγούδι σας, τραγουδήστε τις κραυγές σας...

Οι ψίθυροι αποτραβήχτηκαν, η μαυρίλα υποχώρησε, ξεθώριασε, ενώ η Πύλη ήταν και πάλι ένα μουντό τρεμόσβησμα, που φαινόταν μέσα από μια καμάρα με σκαλισμένη πέτρα.

Ο Ραντ άφησε την ανάσα του, με το στήθος του να τρέμει. Δεν ήταν ο μόνος· άκουσε κι άλλους να κάνουν το ίδιο ανακουφισμένοι. Η Εγκουέν είχε την Μπέλα πλάι στο άλογο της Νυνάβε και οι δύο γυναίκες είχαν αγκαλιαστεί και ακουμπούσαν η μια το κεφάλι στον ώμο της άλλης. Ακόμα και ο Λαν φαινόταν ανακουφισμένος, αν και οι σκληρές γραμμές του προσώπου του δεν έδειχναν τίποτα. Πιο πολύ το έδειχνε με τον τρόπο που καθόταν στον Μαντάρμπ, με το χαλάρωμα των ώμων του, καθώς κοίταζε τη Μουαραίν με την κλίση του κεφαλιού του.

“Δεν μπορούσε να περάσει”, είπε η Μουαραίν. “Αυτό σκεφτόμουν· αυτό έλπιζα. Πφ!” Πέταξε το ραβδί στο χώμα και σκούπισε το χέρι στο μανδύα της. Πηχτή μαύρη καπνιά είχε γεμίσει λίγο παραπάνω από το μισό ραβδί. “Το μίασμα διαφθείρει τα πάντα σ’ αυτό το μέρος”.

“Τι ήταν αυτό;” ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. “Τι ήταν;”

Ο Λόιαλ έδειξε μπερδεμένος. “Μα, το Μάτσιν Σιν φυσικά. Ο Μαύρος Ανεμος, που κλέβει ψυχές”.

“Μα τι είναι;” επέμεινε η Νυνάβε. “Ακόμα κι έναν Τρόλοκ μπορείς να τον κοιτάξεις, να τον αγγίξεις, αν αντέχει το στομάχι σου. Αλλά αυτό...” Ανατρίχιασε σύγκορμη.

“Ίσως κάτι που έμεινε από τον Καιρό της Τρέλας”, απάντησε η Μουαραίν. “Ή ίσως κι από τον Πόλεμο της Σκιάς, τον Πόλεμο της Δύναμης. Κάτι που κρύβεται στις Οδούς τόσο πολύ καιρό, που δεν μπορεί πια να βγει έξω. Δεν υπάρχει κανείς, ούτε ακόμα και ανάμεσα στους Ογκιρανούς, που να ξέρει πόσο μακριά και πόσο βαθιά φτάνουν οι Οδοί. Ίσως να είναι ακόμα και δημιούργημα των ίδιων των Οδών. Όπως είπε ο Λόιαλ, οι Οδοί είναι ζωντανά πλάσματα και όλα τα ζωντανά πλάσματα έχουν παράσιτα. Ίσως, ακόμα, να είναι ένα πλάσμα της ίδιας της διαφθοράς, ένα γέννημα της σαπίλας. Κάτι που μισεί τη ζωή και το φως”.

“Φτάνει!” φώναξε η Εγκουέν. “Δεν θέλω να ακούσω άλλα. Άκουγα αυτό, να λέει...” Σταμάτησε τρέμοντας.