“Οι κουρτίνες στα παράθυρα”, είπε υπομονετικά η Εγκουέν. “Δείχνουν να παραείναι ψιλές για χειμωνιάτικες, ακόμα και εδώ. Με το κρύο που κάνει, καμιά γυναίκα δεν θα τις είχε ανεβασμένες πάνω από μια-δυο βδομάδες, μπορεί και λιγότερο”. Η Σοφία ένευσε.
“Κουρτίνες”. Ο Πέριν χασκογέλασε. Αμέσως έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπό του, όταν οι δύο γυναίκες τον κοίταξαν υψώνοντας τα φρύδια. “Α, συμφωνώ μαζί σας. Δεν υπήρχε αρκετή σκουριά σε κείνο το δρεπάνι για να είναι πάνω από μια βδομάδα εκεί στον αέρα, Αυτό θα ’πρεπε να το δεις, Ματ. Έστω κι αν δεν πρόσεξες τις κουρτίνες”.
Ο Ραντ λοξοκοίταξε τον Πέριν, προσπαθώντας να μην τον κοιτάξει μ’ ανοιχτό το στόμα. Τα μάτια του ήταν πιο γερά από του Πέριν —ή τουλάχιστον ήταν κάποτε, όταν κυνηγούσαν μαζί λαγούς — αλλά δεν είχε μπορέσει να δει τη λεπίδα του δρεπανιού τόσο καθαρά για να πει αν είχε σκουριά.
“Στ’ αλήθεια, δεν μου καίγεται καρφί πού πήγαν”, είπε βαριά ο Ματ, “Το μόνο που θέλω είναι να βρούμε μέρος με φωτιά. Και γρήγορα”.
“Μα γιατί να φύγουν;” είπε ο Ραντ μέσα από τα δόντια του. Η Μάστιγα δεν ήταν πολύ μακριά από δω. Η Μάστιγα, όπου βρισκόταν όλοι οι Ξέθωροι και οι Τρόλοκ, όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν μαζευτεί στο Άντορ για να τους κυνηγήσουν. Η Μάστιγα, στην οποία πήγαιναν.
Ύψωσε τη φωνή του, όσο για να ακούσουν αυτοί που ήταν κοντά του. “Νυνάβε, μπορεί εσύ και η Εγκουέν να μη χρειάζεται να πάτε στον Οφθαλμό μαζί μας”. Οι δύο γυναίκες των κοίταξαν σαν να έλεγε ασυναρτησίες, αλλά τώρα, που η Μάστιγα ήταν τόσο κοντά, έπρεπε να δοκιμάσει μια τελευταία φορά. “Ίσως να είναι αρκετό, αν είστε κοντά. Η Μουαραίν δεν είπε ότι πρέπει να πάτε. Ούτε εσύ, Λόιαλ. Μπορείτε να μείνετε στο Φαλ Ντάρα. Μέχρι να ξαναγυρίσουμε. Ή μπορεί να ξεκινήσετε για την Ταρ Βάλον. Ίσως υπάρχει καραβάνι εμπόρων, ή αλλιώς πάω στοίχημα ότι η Μουαραίν μπορεί να πληρώσει για άμαξα. Θα ανταμώσουμε στην Ταρ Βάλον, όταν τελειώσουν όλα”.
“Τα’βίρεν”. Ο αναστεναγμός του Λόιαλ ήταν ένα μπουμπουνητό, σαν να ηχούσε κεραυνός στον ορίζοντα. “Στροβιλίζεις τις ζωές γύρω σου, Ραντ αλ’Θορ, εσύ και οι φίλοι σου. Η μοίρα σου διαλέγει τη δική μας”. Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους και ξαφνικά ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. “Εκτός αυτού, θα είναι σπουδαίο να συναντήσω τον Θαλερό. Ο Πρεσβύτερος Χάμαν πάντα μιλά για τη συνάντησή του με τον Θαλερό, το ίδιο και ο πατέρας μου και οι πιο πολλοί από τους Πρεσβύτερους”.
“Τόσοι πολλοί;” είπε ο Πέριν. “Οι ιστορίες λένε ότι ο Θαλερός δύσκολα βρίσκεται και κανένας δεν μπορεί να τον βρει δεύτερη φορά”.
“Όχι δεύτερη φορά, όχι”, συμφώνησε ο Λόιαλ. “Αλλά, όμως, εγώ ποτέ δεν τον συνάντησα, ούτε και σεις. Δεν δείχνει να αποφεύγει τόσο πολύ τους Ογκίρανούς, όπως κάνει με σας τους ανθρώπους. Ξέρει τόσα πολλά για τα δέντρα. Ακόμα και τα Τραγούδια των Δέντρων”.
Ο Ραντ είπε, “Αυτό που θέλω να πω είναι—”
Η Σοφία τον έκοψε. “Εκείνη λέει ότι η Εγκουέν κι εγώ είμαστε επίσης μέρος του Σχήματος. Συνυφασμένες με σας τους τρεις. Αν την πιστέψουμε, υπάρχει κάτι στον τρόπο που είναι υφασμένο αυτό το σημείο του Σχήματος, που ίσως σταματήσει τον Σκοτεινό. Και φοβάμαι ότι την πιστεύω, με τόσα που έγιναν, τι άλλο να κάνω. Αλλά, αν φύγουμε, η Εγκουέν κι εγώ, μήπως αλλάξουμε κάτι στο Σχήμα;”
“Απλώς ήθελα να—”
Και πάλι τον έκοψε η Νυνάβε, απότομα. “Ξέρω τι ήθελες”. Τον κάρφωσε με το βλέμμα της, ώσπου εκείνος ανακάθισε στη σέλα του και μετά το πρόσωπό της μαλάκωσε. “Ξέρω τι ήθελες να πεις, Ραντ. Εδώ μου κάθονται οι Άες Σεντάι κι αυτή ακόμα πιο πολύ, νομίζω. Δεν θέλω καμία σχέση με τη Μάστιγα και πολύ περισσότερο με τον Πατέρα του Ψεύδους. Αν εσείς τα αγόρια... αν εσείς οι άνδρες μπορείτε να κάνετε αυτό που πρέπει, ενώ μέσα σας θα προτιμούσατε οτιδήποτε άλλο, τότε γιατί νομίζετε ότι εγώ θα κάνω κάτι λιγότερο; Ή η Εγκουέν;” Δεν έδειχνε να περιμένει απάντηση. Πήρε τα χαλινάρια και κοίταξε συνοφρυωμένη την Άες Σεντάι μπροστά τους. “Αναρωτιέμαι, αργούμε ακόμα για το Φαλ Ντάρα, ή θέλει να περάσουμε τη νύχτα σ’ αυτό το κρύο;”
Ενώ η Νυνάβε με το άλογά της πλησίαζαν την Μουαραίν, ο Ματ είπε, “Μας είπε άνδρες. Μόλις χτες έλεγε ότι βιαστήκαμε να βγούμε από την κούνια και τώρα μας λέει άνδρες”.
“Η αλήθεια είναι ότι κακώς φύγατε από τα φουστάνια των μανάδων σας”, είπε η Εγκουέν, αλλά του Ραντ του φάνηκε πως δεν το εννοούσε. Η Εγκουέν έφερε την Μπέλα πιο κοντά στο δικό του άλογο και χαμήλωσε τη φωνή της για να μην ακούν οι άλλοι, αν και ο Ματ το προσπάθησε. “Με τον Άραμ μόνο χόρεψα, Ραντ”, του είπε απαλά, χωρίς να τον κοιτάζει. “Δεν θα μου κρατήσεις κακία, που χόρεψα με κάποιον που δεν θα τον ξαναδώ, ε;”
“Όχι”, της είπε. Τι την είχε κάνει να το θυμηθεί τώρα; “Φυσικά και όχι”. Αλλά ξαφνικά θυμήθηκε κάτι που είχε πει η Μιν στο Μπάερλον, πριν από εκατό χρόνια πριν, όπως του φαινόταν. Δεν είναι για σένα, ούτε εσύ γι αυτήν, τουλάχιστον όχι όπως το θέλετε και οι δύο.