Выбрать главу

Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει τη χορδή μισοτεντωμένη για πολλή ώρα. Είχε φτιάξει το τόξο μόνος του και ο Ταμ ήταν ένας από τους λίγους στην περιοχή που μπορούσε να το τεντώσει ως το τέλος. Έψαξε να βρει κάτι για να διώξει από τις σκέψεις του τον μαύρο καβαλάρη. Έτσι που ήταν περικυκλωμένοι από το δάσος, με τους μανδύες τους να ανεμίζουν στον αέρα, δεν ήταν εύκολο.

“Πατέρα”, είπε στο τέλος, “δεν καταλαβαίνω, γιατί το Συμβούλιο έπρεπε να ρωτήσει τον Πάνταν Φάιν”. Πήρε με κόπο το βλέμμα του από το δάσος και κοίταξε τον Ταμ, πάνω από τη ράχη της Μπέλας. “Μου φαίνεται ότι την απόφαση που πήρατε μπορούσατε να την πάρετε εκεί επιτόπου. Ο δήμαρχος τους είχε κατατρομάξει όλους, μιλώντας για τις Άες Σεντάι και τον ψεύτικο Δράκοντα εδώ στους Δύο Ποταμούς”.

“Οι άνθρωποι είναι παράξενοι, Ραντ. Ακόμα και οι πιο καλοί. Δες τον Χάραλ Λούχαν. Ο αφέντης Λούχαν είναι χεροδύναμος άνδρας και γενναίος, αλλά δεν αντέχει να βλέπει πώς σφάζουν τα ζώα. Ασπρίζει σαν το χαρτί”.

“Τι σχέση έχει; Όλοι ξέρουν, ότι ο μάστρο Λούχαν δεν αντέχει να δει αίμα και μόνο οι Κόπλιν και ο; Κόνγκαρ το βρίσκουν παράξενο”. “Μόνο αυτό, παλικάρι μου. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται και δεν φέρονται πάντα έτσι όπως θα νόμιζε κανείς. Ο κόσμος εδώ... αν το χαλάζι πνίξει τα σπαρτά τους στη λάσπη και ο αέρας παρασύρει τις στέγες όλων των σπιτιών της περιοχής και οι λύκοι σκοτώσουν τα μισά ζωντανά τους, τότε θα ανασκουμπωθούν και θα αρχίσουν πάλι απ’ την αρχή. Θα γκρινιάξουν, αλλά δεν θα σηκώσουν τα χέρια. Αλλά, αν τους βάλεις στο νου την ιδέα έστω για τις Άες Σεντάι και τον Ψεύτικο Δράκοντα στη Γκεάλνταν, σε λίγο θα αρχίσουν να σκέφτονται ότι η Γκεάλνταν δεν είναι και τόσο μακριά από την άλλη πλευρά του Δάσους των Σκιών και ότι η ευθεία διαδρομή από το Ταρ Βάλον ως τη Γκεάλνταν δεν περνά πολύ μακριά από μας στα ανατολικά. Λες και οι Άες Σεντάι, αντί να ακολουθήσουν το δρόμο από το Κάεμλυν και το Λάγκαρντ, θα έπαιρναν τα λαγκάδια! Αύριο το πρωί, το μισό χωριό θα ήταν σίγουρο ότι ο πόλεμος θα ερχόταν στα μέρη μας. Θα περνούσαν βδομάδες για να γαληνέψουν. Ωραίο Μπελ Τάιν θα είχαμε. Έτσι, ο Μπραν τους έβαλε στο νου την ιδέα, πριν τη σκεφτούν μόνοι τους.

“Είδαν το Συμβούλιο να συλλογάται το πρόβλημα και τώρα θα ακούσουν τι αποφασίσαμε. Μας διάλεξαν για το Συμβούλιο του Χωριού, επειδή μας εμπιστεύονται να σκεφτούμε τι είναι το καλύτερο για όλους. Εμπιστεύονται τη γνώμη μας. Ακόμα και του Τσεν, κάτι που δεν είναι και τόσο κολακευτικό για μας τους υπόλοιπους, νομίζω. Εν πάση περιπτώσει, θα ακούσουν ότι δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχούν και θα το πιστέψουν. Όχι ότι δεν θα έβγαζαν το ίδιο συμπέρασμα, ή ότι δεν θα μπορούσαν να το βγάλουν, αλλά, μ’ αυτό τον τρόπο, δεν θα χαλάσουμε τη Γιορτή και κανένας δεν θα ανησυχεί τόσες βδομάδες για κάτι που, μάλλον, δεν θα συμβεί. Αν συμβεί, παρά τις πιθανότητες... ε τότε οι περίπολοι θα μας προειδοποιήσουν για να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Δεν νομίζω όμως ότι θα φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο”.

Ο Ραντ φούσκωσε τα μάγουλά του. Προφανώς, το να είναι κανείς στο Συμβούλιο ήταν πιο μπερδεμένο απ’ όσο πίστευε. Το κάρο συνέχισε να προχωρά βογκώντας προς το Δρόμο του Λατομείου.

“Είδε τον μαυροντυμένο καβαλάρη κανένας, εκτός από τον Πέριν;” ρώτησε ο Ταμ.

“Ο Ματ, αλλά-” Ο Ραντ βλεφάρισε, έπειτα κοίταξε τον πατέρα του πάνω από την Μπέλα. “Με πιστεύεις; Πρέπει να γυρίσω πίσω. Πρέπει να τους πω”. Η κραυγή του Ταμ τον σταμάτησε, καθώς έκανε να στρίψει για να επιστρέψει στο χωριό.

“Στάσου, παλικάρι μου, στάσου! Νομίζεις ότι δεν είχα λόγο που περίμενα τόση ώρα να σου μιλήσω;”

Ο Ραντ συνέχισε να περπατά απρόθυμα δίπλα στο κάρο, που ακολουθούσε τρίζοντας την Μπέλα. “Τι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη; Γιατί δεν μπορώ να το πω στους άλλους;”

“Σε λίγο θα το μάθουν. Ο Πέριν, τουλάχιστον, θα το μάθει. Για τον Ματ, δεν ξέρω. Τα νέα, με κάποιο τρόπο, θα πρέπει να φτάσουν στα αγροκτήματα, αλλά σε μια ώρα, στο Πεδίο του Έμοντ, όσοι είναι πάνω από δεκάξι χρονών, όσοι είναι εμπιστοσύνης δηλαδή, θα ξέρουν ότι τριγυρνά ένας ξένος, που μάλλον δεν είναι για να τον καλέσεις στη Γιορτή. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος φέτος, και δεν θέλουμε από πάνω κάτι τέτοιο να τρομάζει τα μικρά”.

“Τη Γιορτή;” είπε ο Ραντ. “Αν τον είχες δει, δεν θα τον ήθελες, ούτε στα δέκα μίλια μακριά σου. Ούτε στα εκατό, ίσως”.

“Μπορεί”, είπε ο Ταμ γαλήνια. “Μπορεί να μην είναι παρά πρόσφυγας από τις φασαρίες στη Γκεάλνταν, ή, το πιο πιθανό, κλέφτης, που νομίζει ότι εδώ θα κάνει καλύτερη μπάζα, παρά στο Μπάερλον, ή στο Τάρεν Φέρυ. Ακόμα κι έτσι, κανενός εδώ δεν του περισσεύει τίποτα για να το κλέψουν. Αν ο άνδρας αυτός προσπαθεί να αποφύγει τον πόλεμο... και πάλι, δεν είναι λόγος αυτός για να τρομάζει τον κόσμο. Όταν ετοιμαστούν οι βίγλες, ή θα τον βρουν, ή θα φοβηθεί και θα φύγει”.