Выбрать главу

Η πάλη του Φαλ Ντάρα ήταν χτισμένη πάνω σε λόφους, ψηλότερους από τη γύρω περιοχή. Δεν ήταν μεγάλη σαν το Κάεμλυν, αλλά το τείχος ολόγυρά της ήταν ψηλό σαν του Κάεμλυν. Για ένα ολόκληρο μίλι έξω από το τείχος προς όλες τις κατευθύνσεις το έδαφος ήταν καθαρισμένο από τα πάντα εκτός από το γρασίδι, κι αυτό κοντοκομμένο. Τίποτα δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς να φανεί από τους πολλούς ψηλούς πύργους, που στην κορυφή τους είχαν ξύλινους φράχτες. Εκεί που τα τείχη του Κάεμλυν είχαν κάτι το όμορφο πάνω τους, οι κατασκευαστές του Φαλ Ντάρα έμοιαζαν να μην νοιάζονται αν κανείς έβρισκε το δικό τους τείχος ωραίο. Η γκρίζα πέτρα ήταν φοβερή, αγριωττή, διαλαλούσε ότι υπήρχε για ένα μόνο σκοπό: για να αντέχει. Φιλάνδρες πάνω στους φράχτες πετάριζαν στον άνεμο, έτσι που το Μαύρο Γεράκι του Σίναρ έμοιαζε να πετά παντού στα τείχη.

Ο Λαν κατέβασε την κουκούλα του μανδύα του καν έκανε νόημα στους άλλους να τον μιμηθούν, παρά το κρύο. Η Μουαραίν είχε ήδη κατεβάσει τη δική της. “Είναι ο νόμος στο Σίναρ”, είπε ο Πρόμαχος. “Σ’ όλες τις Μεθόριες. Κανένας δεν μπορεί να κρύψει το πρόσωπό του μέσα στα τείχη μιας πόλης”.

“Όλοι είναι όμορφοι;” είπε ο Ματ γελώντας.

“Οι Ημιάνθρωποι δεν μπορούν να κρυφτούν με το πρόσωπο εκτεθειμένο”, είπε ο Πρόμαχος με ανέκφραστη φωνή.

Το χαμόγελο του Ραντ έσβησε από το πρόσωπό του. Ο Ματ τράβηξε βιαστικά την κουκούλα του.

Οι πύλες ήταν ψηλές και είχαν επένδυση από μαύρο σίδερο κι έστεκαν ανοιχτές, αλλά δώδεκα αρματωμένοι άνδρες τις φρουρούσαν, με χρυσές και κίτρινες χλαίνες που είχαν το σήμα του Μαύρου Γερακιού. Φορούσαν μακριά σπαθιά στη ράχη, με τις λαβές να πετιούνται πάνω από τους ώμους τους και όλοι έφεραν στη μέση τους σπάθα ή απελατίκι ή τσεκούρι. Τα άλογά τους ήταν δεμένα εκεί κοντά, φαντάζοντας γκροτέσκα με την ατσάλινη αρματωσιά που κάλυπτε το στήθος και το λαιμό και το κεφάλι τους, είχαν λόγχες δίπλα στους αναβολείς τους και ήταν έτοιμα να ορμήσουν μέσα σε μια στιγμή. Οι φύλακες δεν προσπάθησαν να σταματήσουν τον Λαν κι τη Μουαραίν και τους άλλους. Αντίθετα, κούνησαν τα χέρια και τους φώναξαν χαρούμενα.

“Ντάι Σαν!” κραύγασε ένας, κουνώντας τις γροθιές του με τα ατσάλινα γάντια πάνω από το κεφάλι του. “Ντάι Σαν!”

Μερικοί άλλοι φώναξαν, “Δόξα στους Κατασκευαστές!” και “Κισεράι τι Γουάνσο!” Ο Λόιαλ φάνηκε να εκπλήσσεται και μετά ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του και κούνησε το χέρι στους φύλακες.

Ένας άνδρας έτρεξε για λίγο δίπλα στο άλογο του Λαν, χωρίς να τον βαραίνει η πανοπλία που φορούσε. “Θα ξαναπετάξει ο Χρυσός Γερανός, Ντάι Σαν;”

“Ειρήνη, Ράγκαν”, ήταν το μόνο που είπε ο Πρόμαχος και ο άνδρας έμεινε πίσω. Ο Λαν ανταπέδιδε τους χαιρετισμούς των φυλάκων, αλλά το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει κι άλλο.

Ο Ραντ έσμιγε τα φρύδια με ανησυχία, καθώς προχωρούσαν στους πλακόστρωτους δρόμους, που ήταν γεμάτοι ανθρώπους και άμαξες. Το Φαλ Ντάρα έβριθε από κόσμο, αλλά οι άνθρωποι εδώ δεν ήταν ούτε τα ενθουσιώδη πλήθη του Κάεμλυν, που απολάμβαναν το μεγαλείο της πόλης ακόμα και τη στιγμή που καυγάδιζαν, ούτε τα πολύβουα στίφη του Μπάερλον. Αυτοί εδώ, στριμωγμένοι κολλητά ο ένας στον άλλο, κοίταζαν την ομάδα τους με βλέμμα μολυβένιο και πρόσωπο ανέκφραστο. Κάρα και άμαξες ήταν φρακαρισμένα σε όλα τα στενά και σε πολλούς δρόμους, φορτωμένα ως απάνω με ανάκατα έπιπλα και σκαλισμένα σεντούκια, παραγεμισμένα με ρούχα που ξεχείλιζαν. Πάνω τους κάθονταν παιδιά. Οι ενήλικες φρόντιζαν να μην φεύγουν τα μικρά από τα μάτια τους και δεν τα άφηναν να φύγουν ούτε για να παίξουν. Τα παιδιά ήταν ακόμα πιο σιωπηλά από τους ενήλικες, τα μάτια τους ήταν μεγαλύτερα και το βλέμμα τους πιο δραματικό. Τα ανοίγματα και οι γωνιές ανάμεσα στις άμαξες είχαν πρόχειρα μαντριά με δασύτριχα βόδια και γουρούνια με μαύρες βούλες. Υπήρχαν κλουβιά με κότες και πάπιες και χήνες, που αντιστάθμιζαν με τις κραυγές τους τη σιωπή των ανθρώπων. Τώρα καταλάβαινε πού είχαν πάει όλοι οι αγρότες.

Ο Λαν τους οδήγησε στο οχυρό στο κέντρο της πόλης· ήταν ένα ογκώδες πέτρινο κτίσμα στην κορυφή του ψηλότερου λόφου. Μια τάφρος περικύκλωνε τους πολύπυργους τοίχους του κάστρου· ήταν βαθιά και πλατιά και στον πυθμένα της υπήρχε ένα δάσος από μυτερά και κοφτερά ατσάλινα καρφιά, ψηλά όσο ένας άνθρωπος. Η τελευταία γραμμή άμυνας, αν έπεφτε η πόλη. Από έναν πύργο της πύλης ένας άνδρας με πανοπλία φώναξε σ’ αυτούς που ήταν μέσα στο οχυρό, “Ο Χρυσός Γερανός! Ο Χρυσός Γερανός!”