Выбрать главу

Οι οπλές των αλόγων έκαναν έναν ήχο σαν από τύμπανα πάνω στα βαριά σανίδια της ανασυρόμενης γέφυρας, καθώς η ομάδα προχωρούσε κάτω από τις αιχμές της γεροφτιαγμένης καταρρακτής. Όταν πέρασαν τις πύλες, ο Λαν κατέβηκε από τη σέλα και άρχισε να οδηγεί τον Μαντάρμπ από τα χαλινάρια, δίνοντας το σήμα στους άλλους να ξεπεζέψουν.

Η πρώτη αυλή ήταν μια πελώρια τετράγωνη πλατεία στρωμένη με μεγάλες πέτρινες πλάκες, περικυκλωμένη από πύργους και επάλξεις, που είχαν εξίσου αγριωπή όψη με κείνες στα εξωτερικά τείχη. Η αυλή, παρ’ όλο που ήταν τεράστια, ήταν κι αυτή πλημμυρισμένη από κόσμο, σαν τους δρόμους, με την ίδια αναταραχή, αν κι εδώ η ανθρωποθάλασσα είχε κάποια τάξη. Παντού υπήρχαν σιδηρόφρακτοι άνδρες και άλογα. Σε πεντ’ έξι σιδεράδικα τριγύρω στην αυλή ακουγόταν το βροντοκόπημα των σφυριών και μεγάλες φυσούνες, που την καθεμιά τη δούλευαν δυο άνδρες με δερμάτινες ποδιές, έριχναν αέρα στις βρυχόμενες φωτιές τους. Ένα ποτάμι από αγόρια έτρεχε, κουβαλώντας τα μόλις κατασκευασμένα πέταλα στους πεταλωτές. Οι κατασκευαστές βελών δούλευαν συνεχώς και κάθε φορά που γέμιζαν ένα καλάθι τη θέση του έπαιρνε ένα άδειο.

Ιπποκόμοι με λιβρέες ήρθαν τρέχοντας, ενθουσιώδεις και χαμογελαστοί, με μαύρα και κίτρινα χρώματα. Ο Ραντ έλυσε βιαστικά τα υπάρχοντά του από πίσω από τη σέλα και έδωσε το άλογό του σε έναν ιπποκόμο, τη στιγμή που ένας άνδρας με πανοπλία από μεταλλικά ελάσματα και αλυσιδωτό πλέγμα υποκλινόταν με επισημότητα. Φορούσε ένα αστραφτερό κίτρινο μανδύα με κόκκινες άκρες πάνω από την πανοπλία του, με το Μαύρο Γεράκι στο στήθος του και μια κίτρινη χλαίνη, που είχε το σήμα μιας γκρίζας κουκουβάγιας. Δεν φορούσε κράνος και το κεφάλι του ήταν πραγματικά γυμνό, γιατί είχε ξυρίσει όλα τα μαλλιά του, με μόνη εξαίρεση έναν κότσο στην κορυφή δεμένο με δερμάτινο κορδόνι. “Πέρασε πολύς καιρός, Μουαραίν Άες Σεντάι. Χαίρομαι που σε βλέπω, Ντάι Σαν. Χαίρομαι πολύ”. Υποκλίθηκε πάλι, προς τον Λόιαλ και μουρμούρισε, “Δόξα στους Κατασκευαστές. Κισεράι τι Γουάνσο”.

“Είμαι ανάξιος”, απάντησε ο Λόιαλ με επισημότητα, “και το έργο μικρό. Τσίνγκου μα τσόμπα”.

“Μας τιμάς, Κατασκευαστή”, είπε ο άλλος. “Κισεράι τι Γουάνσο”. Στράφηκε πάλι προς τον Λαν. “Στείλαμε μήνυμα στον Άρχοντα Αγκελμαρ, Ντάι Σαν, αμέσως μόλις σε είδαμε να έρχεσαι. Σε περιμένει. Από δω, παρακαλώ”.

Τον ακολούθησαν στο οχυρό και πέρασαν από πέτρινους διαδρόμους, στολισμένους με πολύχρωμες ταπετσαρίες και μακριά μεταξένια διαχωριστικά, που απεικόνιζαν μάχες και σκηνές κυνηγιού, ενώ αυτός συνέχιζε να τους μιλά. “Χαίρομαι που άκουσες το κάλεσμά μας, Ντάι Σαν. Θα υψώσεις άλλη μια φορά τη σημαία του Χρυσού Γερανού;” Οι προθάλαμοι ήταν λιτοί, με μόνη εξαίρεση τα παραπετάσματα στους τοίχους, αλλά κι αυτά ακόμα έδειχναν όσο το δυνατόν λιγότερες μορφές, με όσο το δυνατόν λιγότερες γραμμές, μόνο εκείνες που ήταν αναγκαίες για να μεταδώσουν το νόημά τους, αν και φτιαγμένες με λαμπρά χρώματα.

“Τα πράγματα είναι όντως τόσο άσχημα όσο φαίνονται, Ίνγκταρ;” ρώτησε ο Λαν χαμηλόφωνα. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν και τα δικά του αυτιά τινάζονταν σαν του Λόιαλ.

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι και ο κότσος του λικνίστηκε πέρα-δώθε, αλλά κοντοστάθηκε, πριν πει χαμογελώντας, “Τα πράγματα δεν είναι ποτέ όσο άσχημα φαίνονται, Ντάι Σαν. Φέτος είναι κάπως χειρότερα απ’ ό,τι συνήθως, αυτό είναι όλο. Οι επιδρομές συνεχίστηκαν όλο το χειμώνα, ακόμα και μέσα στη βαρυχειμωνιά. Αλλά οι επιδρομές δεν ήταν χειρότερες απ’ όσο αλλού στη Μεθόριο. Ακόμα έρχονται τη νύχτα, αλλά τι άλλο να περιμένεις την άνοιξη, αν μπορείς να την πεις άνοιξη. Οι ανιχνευτές γυρνούν από τη Μάστιγα ―αυτοί που γυρνούν- με νέα για τα στρατόπεδα των Τρόλοκ. Όλο έρχονται νέα για καινούργια στρατόπεδα. Αλλά θα τους ανταμώσουμε στο Πέρασμα του Τάργουιν, Ντάι Σαν, και θα τους κάνουμε να γυρίσουν πίσω, όπως κάναμε πάντα”.

“Φυσικά”, είπε ο Λαν, αλλά δεν φαινόταν σίγουρος.

Το χαμόγελο του Ίνγκταρ χάθηκε, μα ξαναφάνηκε αμέσως. Τους έβαλε στο μελετητήριο του Άρχοντα Άγκελμαρ και μετά επικαλέστηκε επείγοντα καθήκοντα και έφυγε.

Ήταν ένα δωμάτιο πρακτικό, όπως το υπόλοιπο οχυρό, με ανοίγματα για τόξα στον εξωτερικό τοίχο και μια βαριά αμπάρα για τη χοντρή πόρτα, η οποία είχε κι αυτή ανοίγματα για τόξα και ήταν ενισχυμένη με σιδερένια ελάσματα. Μόνο μια ταπετσαρία υπήρχε εκεί. Κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο και έδειχνε άνδρες με πανοπλία, σαν τους άνδρες του Φαλ Ντάρα, που πολεμούσαν με Μυρντράαλ και Τρόλοκ σε ένα πέρασμα στα βουνά.

Ένα τραπέζι, ένα σεντούκι και μερικές καρέκλες ήταν τα μόνα έπιπλα, με εξαίρεση δύο ράφια σε έναν τοίχο, τα οποία τράβηξαν το βλέμμα του Ραντ σαν την ταπετσαρία. Το ένα είχε ένα σπαθί με μακριά λαβή ψηλότερο από άνθρωπο, μια πιο συνηθισμένη σπάθα και από κάτω τους ένα απελατίκι με καρφιά και μια μακριά ρομβοειδή ασπίδα που έδειχνε τρεις αλεπούδες. Από το άλλο ράφι κρεμόταν μια πανοπλία, πλήρης, με τα κομμάτια της βαλμένα σαν να τη φορούσε κάποιος. Είχε κράνος με λοφίο και προσωπίδα πάνω από μια διπλή αλυσιδωτή κουκούλα με περιτραχήλιο, σιδερόπλεκτο θώρακα με σκίσιμο, που τον έκανε κατάλληλο για ιππασία και με δερμάτινο, εσωτερικό χιτώνα, ο οποίος γυάλιζε από τη συχνή χρήση. Προστήθιο, ατσαλένια γάντια, μεταλλικά προστατευτικά για τα γόνατα και τους αγκώνες και επιπλέον ελάσματα ατόφιου μετάλλου, που κάλυπταν τους ώμους, τα μπράτσα και τα πόδια. Ακόμα κι εδώ, στην καρδιά του Κάστρου, τα όπλα και η αρματωσιά έμοιαζαν έτοιμα για να φορεθούν ανά πάσα στιγμή. Όπως και τα έπιπλα, ήταν απλά και λιτά, στολισμένα με χρυσάφι.