Ο ίδιος ο Άγκελμαρ σηκώθηκε όρθιος όταν μπήκαν μέσα και τους πλησίασε κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, που ήταν γεμάτο χάρτες και στοίβες χαρτιών και πένες που έστεκαν σε μελανοδοχεία. Στην αρχή έμοιαζε υπερβολικά ειρηνικός γι’ αυτό το δωμάτιο, με το γαλάζιο βελούδινο σακάκι, το ψηλό, πλατύ κολάρο και τις μπότες από μαλακό δέρμα, αλλά ο Ραντ είδε κάτι διαφορετικό, όταν κοίταξε πιο προσεκτικά. Όπως και όλοι οι πολεμιστές που είχε δει, ο Άγκελμαρ είχε το κεφάλι ξυρισμένο, με εξαίρεση έναν κότσο στην κορυφή, που ήταν κατάλευκος. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό σαν του Λαν, οι μόνες ρυτίδες ήταν στις άκρες των ματιών του και τα μάτια του έμοιαζαν με καστανόχρωμες πέτρες, αν και τώρα χαμογελούσε.
“Μα την Ειρήνη, χαίρομαι που σε βλέπω, Ντάι Σαν”, είπε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα. “Κι εσένα, Μουαραίν Άες Σεντάι, ίσως ακόμη περισσότερο. Η παρουσία σου με ζεσταίνει, Άες Σεντάι”.
“Νίντε καλίσνιγυε νο ντομάσιτα, Άγκελμαρ Ντάι Σαν”, απάντησε με επισημότητα η Μουαραίν, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο που έλεγε ότι ήταν παλιοί φίλοι. “Το καλωσόρισμά σου με ζεσταίνει, Άρχοντα Άγκελμαρ”.
“Κοντόμε καλίσνιγυε γκα νι Άες Σεντάι χάι. Είναι πάντα Καλοδεχούμενες οι Άες Σεντάι”. Στράφηκε στον Λόιαλ. “Είσαι μακριά από το στέντιγκ, Ογκιρανέ, αλλά τιμάς το Φαλ Ντάρα Πάντα δόξα στους Κατασκευαστές. Κισεράι τι Γονάνσο χάι”.
“Είμαι ανάξιος”, είπε ο Λόιαλ, ενώ υποκλινόταν. “Εσύ με τιμάς”. Έριξε μια ματιά στους λιτούς πέτρινους τοίχους και φάνηκε να παλεύει με τις σκέψεις του. Ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας ότι ο Ογκιρανός είχε καταφέρει να αποφύγει περαιτέρω σχόλια.
Στο δωμάτιο μπήκαν υπηρέτες με μαύρα και χρυσά χρώματα και μαλακά, ελαφρά παπούτσια, με αθόρυβα βήματα. Μερικοί κουβαλούσαν ασημένιους δίσκους με διπλωμένες πετσέτες, υγρές και καυτές, για να σκουπίσουν οι ταξιδιώτες τη σκόνη από τα πρόσωπα και τα χέρια τους. Αλλοι έφερναν κρασί με μπαχαρικά και ασημένιες γαβάθες με ξερά δαμάσκηνα και βερίκοκα. Ο Άρχοντας Αγκελμαρ έδωσε εντολή να ετοιμάσουν δωμάτια και μπάνια.
“Ήταν μακρύ το ταξίδι από την Ταρ Βάλον”, είπε. “Θα είστε κουρασμένοι”.
“Ήταν σύντομο το ταξίδι από το δρόμο που πήραμε”, του είπε ο Λαν, “αλλά πιο κουραστικό από το άλλο”
Ο Άγκελμαρ φάνηκε να μπερδεύεται, όταν ο Πρόμαχος δεν εξήγησε τι εννοούσε, αλλά απλώς είπε, “Μερικές μέρες να ξεκουραστείτε και θα γίνετε περδίκι”.
“Ζητώ καταφύγιο για μια νύχτα, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν, “για μας και για τα άλογά μας. Και προμήθειες το πρωί, αν σας περισσεύουν. Φοβάμαι πως πρέπει να σας αφήσουμε γρήγορα”.
Ο Άγκελμαρ σκοτείνιασε. “Μα νόμιζα... Μουαραίν Σεντάι, δεν έχω δικαίωμα να σου το ζητήσω, μα θα άξιζες όσο χίλιες λόγχες στο Πέρασμα του Τάργουιν. Κι εσύ, Ντάι Σαν. Χίλιοι άνδρες παραπάνω θα έρθουν, όταν ακούσουν ότι ο Χρυσός Γερανός ξαναπετά”.
“Οι Επτά Πύργοι γκρεμίστηκαν”, είπε τραχιά ο Λαν, “και η Μαλκίρ χάθηκε· οι λίγοι άνθρωποι της που απέμειναν σκορπίστηκαν στα πέρατα της γης. Είμαι Πρόμαχος, Άγκελμαρ, ορκίστηκα πίστη στη Φλόγα της Ταρ Βάλον και μπροστά μου έχω τη Μάστιγα”.
“Φυσικά, Ντάι Σ·― Λαν. Φυσικά. Μα δεν θα αλλάξει τίποτα αν καθυστερήσεις λίγες μέρες, λίγες βδομάδες το πολύ. Σε χρειαζόμαστε. Κι εσένα και τη Μουαραίν Σεντάι”.
Η Μουαραίν πήρε ένα ασημένιο κύπελλο από έναν υπηρέτη. “Ο Ίνγκταρ φαίνεται να πιστεύει πως θα νικήσετε αυτή την απειλή, όπως νικήσατε κι άλλες τόσα χρόνια”.
“Άες Σεντάι”, είπε πικρόχολα ο Αγκελμαρ, “αν ο Ίνγκταρ αναγκαζόταν να πάει μόνος του στο Πέρασμα του Τάργουιν, σ’ όλο το δρόμο θα διακήρυττε ότι οι Τρόλοκ θα υποχωρούσαν άλλη μια φορά. Έχει σχεδόν τόση περηφάνια, που θα πίστευε ότι μπορεί να τα καταφέρει μόνος του”.
“Αυτή τη φορά δεν είναι τόσο σίγουρος όσο νομίζεις, Αγκελμαρ”. Ο Πρόμαχος κρατούσε ένα κύπελλο, αλλά δεν έπινε. “Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;”