Ο Αγκελμαρ δίστασε και ύστερα πήρε ένα χάρτη από το σωρό στο τραπέζι. Κοίταξε για λίγο το χάρτη χωρίς να το βλέπει, ύστερα τον πέταξε πάλι πίσω. “Όταν πάμε στο Πέρασμα”, είπε ήρεμα, “θα στείλουμε τον κόσμο στο Φαλ Μόραν στα νότια. Ίσως η πρωτεύουσα αντέξει. Μα την Ειρήνη, πρέπει. Κάτι πρέπει να αντέξει”.
“Τόσο άσχημα;” είπε ο Λαν, και ο Αγκελμαρ ένευσε κουρασμένα.
Ο Ραντ αντάλλαξε ανήσυχες ματιές με τον Ματ και τον Πέριν. Δεν θα του φαινόταν απίθανο οι Τρόλοκ που συγκεντρώνονταν στη Μάστιγα να έψαχναν γι’ αυτόν, γι’ αυτούς. Ο Αγκελμαρ συνέχισε με σκοτεινό ύφος.
“Το Κάντορ, το Αράφελ, η Σαλδαία — όλο το χειμώνα οι Τρόλοκ δεν σταμάτησαν να κάνουν επιδρομές. Πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ· οι επιδρομές ποτέ δεν ήταν τόσο άγριες, με τόσο μεγάλες δυνάμεις, με τόση σφοδρότητα. Όλοι οι βασιλιάδες και τα συμβούλια είναι σίγουροι ότι επίκειται μεγάλο χτύπημα από τη Μάστιγα και κάθε μια από τις Μεθόριες πιστεύει ότι θα χτυπήσουν αυτήν. Ούτε οι ανιχνευτές τους, ούτε οι φρουροί τους αναφέρουν μαζικές δυνάμεις των Τρόλοκ στα σύνορά τους, όπως γίνεται με μας, αλλά έτσι πιστεύουν και όλες φοβούνται να στείλουν πολεμιστές αλλού. Οι άνθρωποι ψιθυρίζουν ότι είναι το τέλος του κόσμου, ότι ο Σκοτεινός είναι πάλι ελεύθερος. Το Σίναρ θα πάει μόνο του στο Πέρασμα του Ταρ Βάλον και οι εχθροί θα υπερτερούν τουλάχιστον δέκα προς ένα. Τουλάχιστον. Ίσως να είναι η τελευταία Σύναξη των Λεπίδων.
“Λαν —όχι!- Ντάι Σαν, επειδή είσαι Διαδηματοφόρος Πολέμαρχος του Μαλκίρ, ό,τι κι αν λες. Ντάι Σαν, το λάβαρο του Χρυσού Γερανού στην προφυλακή μας θα δώσει καρδιά στους άνδρες, που ξέρουν ότι πάνε στα βόρεια για να πεθάνουν. Το νέο θα διαδοθεί σαν αστραπή και, παρ’ όλο που οι βασιλιάδες διέταξαν τους άνδρες τους να μείνουν στις θέσεις τους, θα μας έρθουν λόγχες από το Αράφελ και το Κάντορ, ακόμα και από τη Σαλδαία. Αν και δεν θα προλάβουν να έρθουν στο Πέρασμα, ίσως σώσουν το Σίναρ”.
Ο Λαν κοίταξε το κρασί του. Η έκφραση του δεν άλλαξε, αλλά στο χέρι του χύθηκε κρασί· το ασημένιο κύπελλο τσαλακώθηκε μέσα στη γροθιά του. Ένας υπηρέτης πήρε το χαλασμένο κύπελλο και σκούπισε το χέρι του Πρόμαχου μ’ ένα πανί· όταν ο πρώτος τελείωσε, ένας άλλος υπηρέτης του έβαλε στο χέρι άλλο ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Ο Λαν δεν φάνηκε να το προσέχει. “Δεν μπορώ!” ψιθύρισε βραχνά. Όταν σήκωσε το κεφάλι, ένα λαμπρό φως έκαιγε στα γαλάζια μάτια του, αλλά η φωνή του ήταν πάλι γαλήνια και ανέκφραστη. “Είμαι Πρόμαχος, Άγκελμαρ”. Το σκληρό βλέμμα του πλανήθηκε στον Ραντ και τον Ματ και τον Πέριν και τη Μουαραίν. “Με το πρώτο φως της αυγής φεύγω για τη Μάστιγα”.
Ο Άγκελμαρ αναστέναξε βαριά. “Μουαραίν Σεντάι, εσύ τουλάχιστον δεν θα έρθεις; Μια Άες Σεντάι ίσως παίξει αποφασιστικό ρόλο”.
“Δεν μπορώ, Άρχοντα Άγκελμαρ”. Η Μουαραίν φαινόταν μπερδεμένη. “Ύπάρχει όντως μάχη που πρέπει να δοθεί και δεν είναι τυχαίο που οι Τρόλοκ συγκεντρώνονται πάνω από το Σίναρ, αλλά η μάχη μας, η πραγματική μάχη με τον Σκοτεινό, θα γίνει στη Μάστιγα, στον Οφθαλμό του Κόσμου. Εσύ πρέπει να δώσεις τη δική σου μάχη κι εμείς τη δική μας”.
“Μην πεις ότι ελευθερώθηκε!” Ο σκληρός πολεμιστής φάνηκε να τα χάνει και η Μουαραίν κούνησε αμέσως το κεφάλι. “Όχι ακόμα. Αν νικήσουμε στον Οφθαλμό του Κόσμου, ίσως ποτέ ξανά”.
“Μπορείς άραγε να βρεις τον Οφθαλμό, Άες Σεντάι; Αν το να σταματήσουμε τον Σκοτεινό εξαρτάται απ’ αυτό, τότε είμαστε κιόλας νεκροί. Πολλοί δοκίμασαν κι απέτυχαν”.
“Μπορώ να τον βρω, Άρχοντα Άγκελμαρ. Ακόμα δεν χάθηκαν όλες οι ελπίδες”.
Ο Άγκελμαρ κοίταξε εξεταστικά πρώτη τη Μουαραίν και μετά τους άλλους. Η παρουσία της Νυνάβε και της Εγκουέν του φαινόταν γρίφος· τα ταπεινά ρούχα τους έκαναν μεγάλη αντίθεση με το μεταξωτό φόρεμα της Μουαραίν, αν και όλα τα ενδύματά τους ήταν λερωμένα από το ταξίδι. “Κι αυτές είναι Άες Σεντάι;” ρώτησε με αμφιβολία· Όταν η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι, φάνηκε ακόμα πιο μπερδεμένος. Η ματιά του γύρισε στους νεαρούς από το Πεδίο του Έμοντ, στάθηκε στον Ραντ, άγγιξε το τυλιγμένο με κόκκινο ύφασμα σπαθί στη μέση του. “Παράξενη φρουρά πήρες μαζί σου, Άες Σεντάι. Ένας πολεμιστής μονάχα”. Κοίταξε τον Πέριν και το τσεκούρι που κρεμόταν από τη ζώνη του. “Ίσως δύο. Αλλά και οι δύο είναι αμούστακα παλικαράκια. Εκατό λόγχες πάνω ή κάτω δεν θα αλλάξουν τίποτα στο Πέρασμα, αλλά εσύ θα χρειαστείς κάτι παραπάνω από έναν Πρόμαχο και τρεις νεαρούς. Και δυο γυναίκες που δεν θα βοηθήσουν, εκτός αν είναι μεταμφιεσμένες Άες Σεντάι. Φέτος η Μάστιγα είναι χειρότερη απ’ όσο συνήθως. Σαλεύει...”
“Εκατό λόγχες θα ήταν πολλές”, είπε ο Λαν, “και χίλιες δεν θα έφταναν. Όσο πιο μεγάλη ομάδα πάμε στη Μάστιγα, τόσο πιθανότερο είναι ότι θα τραβήξουμε την προσοχή. Πρέπει να φτάσουμε στον Οφθαλμό δίχως μάχες, αν μπορούμε. Ξέρεις ότι το αποτέλεσμα είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο, όταν οι Τρόλοκ σε αναγκάσουν να πολεμήσεις μέσα στη Μάστιγα”.