Выбрать главу

Ο Λόιαλ και οι δύο μεγαλύτεροι της παρέας άναψαν τις πίπες τους και ρούφηξαν τον καπνό με απόλαυση και ο Άγκελμαρ κοίταξε τον Ογκιρανό. “Φαίνεσαι ανήσυχος, Κατασκευαστή. Ελπίζω να μην σε έπιασε η Λαχτάρα. Πόσον καιρό λείπεις από το στέντιγκ;”

“Δεν είναι η Λαχτάρα· δεν λείπω καιρό”. Ο Λόιαλ σήκωσε τους ώμους και η γκριζογάλανη κορδέλα του καπνού που υψωνόταν από την πίπα του σχημάτισε ένα ελικοειδές σχήμα, καθώς χειρονομούσε. “Περίμενα —ήλπιζα— να ήταν το άλσος ακόμα εδώ. Τουλάχιστον να είχε κάποιο απομεινάρι του Μάφαλ Ντανταράνελ”, “Κισεράι τι Γονάνσο”, μουρμούρισε ο Άγκελμαρ. “Οι Πόλεμοι των Τρόλοκ δεν άφησαν τίποτα εκτός από αναμνήσεις, Λόιαλ, γιε του Άρεντ, και ανθρώπους για να χτίσουν πάνω σ’ αυτές. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο των Κατασκευαστών, όπως δεν το μπορώ ούτε κι εγώ. Οι περίπλοκες καμπύλες και τα σχήματα που δημιουργείτε ξεπερνούν τις ικανότητες των ανθρώπινων ματιών και χεριών. Ίσως θέλαμε να αποφύγουμε μια ωχρή απομίμηση, που θα ήταν παντοτινή υπενθύμιση όσων είχαμε χάσει. Υπάρχει διαφορετική ομορφιά στην απλότητα, σε μια και μόνη γραμμή τοποθετημένη εκεί που πρέπει, σ’ ένα μοναδικό λουλούδι ανάμεσα στα βράχια Η τραχύτητα της πέτρας κάνει το άνθος ακόμα πιο πολύτιμο. Ας μην πολυσκεφτόμαστε όσα χάθηκαν. Αυτό το βάρος σπάει και την πιο δυνατή καρδιά”.

“Το ροδοπέταλο πλέει στο νερό”, απήγγειλε απαλά ο Λαν. “Η αλκυόνη χιμά πάνω από τη λίμνη. Ζωή και ομορφιά χορεύουν εν μέσω θανάτου”.

“Ναι”, είπε ο Άγκελμαρ. “Ναι. Κι εγώ ένιωθα πάντα ότι αυτό τα συμβολίζει όλα”. Οι δύο άνδρες έσκυψαν το κεφάλι ο ένας στον άλλο.

Ποίηση ο Λαν; Ο άνθρωπος ήταν σαν κρεμμύδι· κάθε φορά που ο Ραντ νόμιζε πως ήξερε κάτι για τον Πρόμαχο, ανακάλυπτε από κάτω ακόμα ένα στρώμα.

Ο Λόιαλ ένευσε αργά. “Ίσως κι εγώ να σκέφτομαι υπερβολικά για όσα χάθηκαν. Μα όμως τα άλση ήταν όμορφα”. Αλλά κοίταζε το λιτό δωμάτιο, σαν να το έβλεπε με καινούργιο βλέμμα, ανακαλύπτοντας, ξαφνικά, πράγματα που άξιζε να δει.

Ο Ίνγκταρ εμφανίστηκε και υποκλίθηκε στον Άρχοντα Άγκελμαρ. “Τη συγνώμη σου, Άρχοντα, αλλά θέλεις να μαθαίνεις ό,τι το ασυνήθιστο, όσο παραμικρό κι αν είναι”.

“Ναι, τι έγινε;”

“Κάτι ασήμαντο, Άρχοντα. Ένας ξένος προσπάθησε να μπει στην πόλη. Δεν είναι του Σίναρ. Λαγκαρντινός, από την προφορά. Ή τουλάχιστον μερικές φορές. Όταν οι σκοποί της Νότιας Πύλης πήγαν να τον ρωτήσουν, αυτός το έσκασε. Τον είδαν να μπαίνει στο δάσος, αλλά λίγη ώρα αργότερα βρέθηκε να σκαρφαλώνει το τείχος”.

“Ασήμαντο!” Η καρέκλα του Άγκελμαρ έξυσε το πάτωμα, καθώς την έσπρωχνε πίσω για να σηκωθεί. “Μα την Ειρήνη! Οι σκοποί είναι τόσο αμελείς που μπορείς να φτάσεις στα τείχη απαρατήρητος κι αυτό το λες ασήμαντο;”

“Είναι τρελός, Άρχοντα”. Η φωνή του Ίνγκταρ φανέρωνε δέος. “Το Φως προστατεύει τους τρελούς. Ίσως το Φως σκοτείνιασε τα μάτια του σκοπού και του επέτρεψε να φτάσει στα τείχη. Τι κακό θα κάνει ένας τρελός;”

“Τον έφεραν στο κάστρο; Ωραία. Φέρε τον μου εδώ. Τώρα”. Ο Ίνγκταρ υποκλίθηκε κι έφυγε και ο Άγκελμαρ στράφηκε στη Μουαραίν. “Με συγχωρείς, Άες Σεντάι, αλλά πρέπει να το φροντίσω. Ίσως να είναι μονάχα ένα αξιοθρήνητο κουφάρι με το μυαλό του τυφλωμένο από το Φως, αλλά... δυο μέρες πριν, βρήκαμε τη νύχτα πέντε δικούς μας ανθρώπους να προσπαθούν να πριονίσουν τους μεντεσέδες μιας πύλης για άλογα. Μικρή, αλλά χωρούσε να περάσει Τρόλοκ”. Έκανε μια γκριμάτσα. Φαντάζομαι ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι, αν και δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι για έναν Σιναρανό. Τους κομμάτιασε ο κόσμος, πριν προλάβουν να τους πιάσουν οι σκοποί, έτσι δεν θα το μάθω. Αν οι Σιναρανοί μπορούν να γίνουν Σκοτεινόφιλοι, πρέπει να είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός με τους ξένους αυτές τις μέρες. Αν θέλετε να αποσυρθείτε, θα πω να σας δείξουν τα δωμάτιά σας”.

“Οι Σκοτεινόφιλοι δεν γνωρίζουν ούτε σύνορα ούτε αίμα”, είπε η Μουαραίν. “Βρίσκονται σε όλες τις χώρες και δεν ανήκουν σε καμιά. Κι εγώ ενδιαφέρομαι να δω αυτόν τον άνθρωπο. Το Σχήμα δημιουργεί έναν Ιστό, Άρχοντα Άγκελμαρ, αλλά η τελική μορφή του Ιστού δεν έχει ακόμα κατασταλάξει. Ίσως να απλωθεί στον κόσμο όλο, ή να ξετυλιχτεί και να κάνει τον Τροχό να υφάνει κάτι καινούργιο. Εδώ που είμαστε κοιτάζω με μισό μάτι τα ασήμαντα κι ασυνήθιστα πράγματα”.

Ο Άγκελμαρ κοίταξε τη Νυνάβε και την Εγκουέν. “Όπως επιθυμείς, Άες Σεντάι”.

Ο Ίνγκταρ επέστρεψε με δύο σκοπούς που κρατούσαν μακριούς λογχοπέλεκεις και συνόδευαν έναν άνδρα που έμοιαζε με σωρό από κουρέλια. Η λέρα σχημάτιζε στρώματα στο πρόσωπό του και σκέπαζε τα ανάκατα, μακριά μαλλιά και τα γένια του. Μπήκε στο δωμάτιο καμπουριασμένος και τα ρουφηγμένα μάτια του τινάζονταν πέρα-δώθε. Μια ξινή μυρωδιά προπορευόταν από το κορμί του.