Ο Ραντ ανακάθισε κι έσκυψε μπροστά με προσήλωση, προσπαθώντας να δει κάτω από τη βρωμιά.
“Δεν έχετε λόγο να με κρατάτε”, κλαψούρισε το βρώμικο πλάσμα “Είμαι φτωχός κι απόκληρος, ξεχασμένος από το Φως και ψάχνω μέρος, όπως όλοι, να φυλαχτώ από τη Σκιά”.
“Είναι παράξενο να ζητάς στις Μεθόριες—” άρχισε να λέει ο Άγκελμαρ, όταν τον έκοψε ο Ματ.
“Ο πραματευτής!”
“Ο Πάνταν Φάιν”, συμφώνησε νεύοντας ο Πέριν.
“Ο ζητιάνος”, είπε ο Ραντ, με φωνή που ξαφνικά είχε βραχνιάσει. Κάθισε πιο πίσω, βλέποντας το ξαφνικό μίσος που άστραψε στα μάτι του Φάιν. “Είναι ο άνθρωπος που ρωτούσε για μας στο Κάεμλυν. Αυτός πρέπει να είναι”.
“Άρα, τελικά σε αφορά, Μουαραίν Σεντάι”, είπε αργά ο Άγκελμαρ.
Η Μουαραίν ένευσε. “Πολύ φοβάμαι πως ναι”.
“Δεν ήθελα”. Ο Φάιν έβαλε τα κλάματα. Χοντρά δάκρια σχημάτισαν αυλάκια στη βρώμα στα μάγουλά του, αλλά δεν μπόρεσαν να φτάσουν ως το κάτω στρώμα. “Με ανάγκασε! Εκείνος, με τα μάτια γεμάτα φλόγες”. Το πρόσωπο του Ραντ συσπάστηκε. Ο Ματ είχε χώσει το χέρι στο παλτό του και, δίχως αμφιβολία, έσφιγγε πάλι το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ. “Με έκανε σκυλί του! Κυνηγόσκυλό του, για να κυνηγώ και να ακολουθώ δίχως να ξαποσταίνω. Μονάχα σκυλί του, ακόμα κι όταν με πέταξε”.
“Μας αφορά όλους”, είπε βλοσυρά η Μουαραίν. “Υπάρχει μέρος για να του μιλήσω μόνη μου, Άρχοντα Άγκελμαρ;” Το στόμα της σφίχτηκε με αποστροφή. “Και πλύνετέ τον πρώτα. Ίσως χρειαστεί να τον αγγίξω”. Ο Άγκελμαρ ένευσε και μίλησε χαμηλόφωνα στον Ίνγκταρ, που υποκλίθηκε και έφυγε.
“Δεν θα σκύψω το κεφάλι!” Η φωνή ήταν του Φάιν, αλλά δεν έκλαιγε πια και αντί για το κλαψούρισμα τώρα υπήρχε μια αυθάδικη νότα. Στεκόταν όρθιος, χωρίς να καμπουριάζει καθόλου. Γέρνοντας το κεφάλι πίσω, φώναξε προς το ταβάνι. “Ποτέ πια! Δεν-σκύβω-το-κεφάλι!” Γύρισε ν αντικρίσει τον Άγκελμαρ, λες και οι φρουροί που τον πλαισίωναν ήταν οι δικοί του σωματοφύλακες και ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα ίσος του και όχι δεσμώτης του. Μίλησε με τόνο γλοιώδη και προσποιητό. “Κάποια παρεξήγηση υπάρχει εδώ, Μέγα Άρχοντα. Μερικές φορές με πιάνουν κρίσεις, μα αυτό σύντομα θα περάσει. Ναι, σύντομα θα γλιτώσω απ’ αυτές”. Έδειξε τα ρούχα που φορούσε με μια περιφρονητική κίνηση του δαχτύλου του. “Μην σε παραπλανούν αυτά τα ρούχα, Μέγα Άρχοντα Αναγκάστηκα να μεταμφιεστώ εξαιτίας αυτών που θα ήθελαν να με εμποδίσουν και το ταξίδι μου ήταν μακρύ και δύσκολο. Μα, επιτέλους, έφτασα σε χώρες όπου οι άνθρωποι ακόμα ξέρουν τον κίνδυνο του Μπα’άλζαμον, όπου οι άνθρωποι ακόμα πολεμούν τον Σκοτεινό”.
Ο Ραντ τον κοίταζε αποσβολωμένος. Η φωνή ήταν του Φάιν, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με του πραματευτή.
“Άρα ήρθες εδώ επειδή πολεμάμε τους Τρόλοκ”, είπε ο Άγκελμαρ. “Και είσαι τόσο σημαντικός που κάποιος θέλει να σε σταματήσει. Αυτοί οι άνθρωποι λένε ότι είσαι ένας πραματευτής ονόματι Πάνταν Φάιν κι ότι τους ακολουθείς”,
Ο Φάιν δίστασε. Κοίταξε τη Μουαραίν και τράβηξε βιαστικά το βλέμμα από την Άες Σεντάι. Η ματιά του έπεσε στα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ και μετά ξαναγύρισε στον Άγκελμαρ. Ο Ραντ ένιωσε το μίσος αυτής της ματιάς και το φόβο. Όταν όμως ο Φάιν ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν ατάραχη. “Ο Πάνταν Φάιν είναι απλώς μια από τις πολλές μεταμφιέσεις που αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω αυτά τα χρόνια. Με καταδιώκουν οι Φίλοι του Σκότους, διότι έμαθα πώς μπορώ να νικήσω τη Σκιά. Μπορώ να σου δείξω πώς να τον Νικήσεις, Μέγα Άρχοντα”.
“Για άνθρωποι τα καταφέρνουμε μια χαρά”, είπε ξερά ο Άγκελμαρ, “Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, αλλά πολεμούμε τον Σκοτεινό σχεδόν από το Τσάκισμα του Κόσμου, δίχως πραματευτές να μας δασκαλέψουν”.
“Μέγα Άρχοντα, η δύναμή σου είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά μπορεί να μάχεται τον Σκοτεινό για πάντα; Δεν νιώθεις καμιά φορά ότι δύσκολα κρατάς; Συγχώρησε την τόλμη μου, Μέγα Άρχοντα· στο τέλος θα σε λιώσει, έτσι όπως είσαι. Το ξέρω· πίστεψέ με, το ξέρω. Αλλά μπορώ να σου δείξω πώς να ξεριζώσεις τη Σκιά από αυτή τη γη, Μέγα Άρχοντα”. Ο τόνος του έγινε ακόμα πιο υποκριτικός, αν και αγέρωχος. “Αν μόνο δοκιμάσεις να κάνεις αυτό που σε συμβουλεύω, θα δεις, Μέγα Άρχοντα. Θα εξαγνίσεις τη χώρα. Εσύ, Μέγα Άρχοντα, μπορείς να το κάνεις, αν κατευθύνεις τη δύναμή σου στη σωστή κατεύθυνση. Αν αποφύγεις τα δόκανα της Ταρ Βάλον, θα σώσεις τον κόσμο. Μέγα Άρχοντα, θα είσαι ο άνθρωπος που θα τον θυμούνται σ’ όλη την ιστορία, επειδή τους έφερε την οριστική νίκη του Φωτός”. Οι φύλακες έμεναν στη θέση τους, αλλά τα χέρια τους σάλεψαν στα μακριά κοντάρια των όπλων τους, σαν να νόμιζαν ότι ίσως χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσουν.