“Άρχοντας των Επτά Πύργων”, είπε ο Άγκελμαρ σμίγοντας τα φρύδια. “Ένας αρχαίος τίτλος, Αρχόντισσα Εγκουέν. Ακόμα και οι Υψηλοί Άρχοντες του Δακρίου δεν έχουν παλαιότερους, αν και η Βασίλισσα του Άντορ πλησιάζει”. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. “Δεν μιλά γι’ αυτό, αλλά η ιστορία είναι ευρέως γνωστή σ’ όλη τη Μεθόριο. Είναι βασιλιάς, ή θα έπρεπε να είναι· αλ’Λαν Μαντράγκοραν, Άρχοντας των Επτά Πύργων, Άρχοντας των Λιμνών, άστεφτος Βασιλιάς των Μαλκιρινών”. Σήκωσε το ξυρισμένο κεφάλι του και στα μάτια του είχε ένα φως, σαν να ένιωθε πατρική περηφάνια. Η φωνή του δυνάμωσε, γέμισε από τη δύναμη των συναισθημάτων του. Ολόκληρη η αίθουσα τον άκουγε καθαρά. “Εμείς της Σίναρ αυτοαποκαλούμαστε Μεθοριανοί, αλλά, πριν από λιγότερο από πενήντα χρόνια, το Σίναρ δεν ήταν πραγματική Μεθόριος χώρα. Βόρεια από μας και βόρεια του Αράφελ, υπήρχε η Μαλκίρ. Οι λόγχες του Σίναρ πήγαιναν βόρεια, αλλά η Μαλκίρ ήταν αυτό που συγκρατούσε τη Μάστιγα. Η Μαλκίρ, που η Ειρήνη να τιμά τη μνήμη της και το Φως να φωτίζει το όνομά της”.
“Ο Λαν είναι από τη Μαλκίρ”, είπε απαλά η Σοφία, σηκώνοντας το κεφάλι. Κάτι φαινόταν να τη βασανίζει.
Δεν ήταν ερώτηση, αλλά ο Αγκελμαρ ένευσε. “Ναι, Αρχόντισσα Νυνάβε, είναι ο γιος του αλ’Ακίρ Μαντράγκοραν, του τελευταίου εστεμμένου Βασιλιά των Μαλκιρινών. Πώς έγινε αυτό που είναι τώρα; Ίσως η αρχή να είναι ο Λάιν. Σε μια αποκοτιά, ο Λάιν Μαντράγκοραν, ο αδερφός του Βασιλιά, οδήγησε τους λογχοφόρους του μέσα από τη Μάστιγα, ως τις Ρημαγμένες Χώρες, ίσως κι ως το ίδιο το Σάγιολ Γκουλ. Η σύζυγος του Λάιν, η Μπρέγιαν, τον είχε προκαλέσει να κάνει αυτή την αποκοτιά εξαιτίας του φθόνου που έκαιγε την καρδιά της, επειδή στο θρόνο είχε ανεβεί ο αλ’Ακίρ αντί για τον Λάιν. Ο Βασιλιάς κι ο Λάιν ήταν όσο πιο κοντά μπορούσαν να είναι δυο αδέρφια, πιο κοντινοί κι από δίδυμοι, ακόμα κι όταν στο όνομα ταυ Ακίρ προστέθηκε το βασιλικό “αλ”, αλλά η ζήλια κατέτρωγε την Μπρέγιαν. Ο Λάιν ήταν ονομαστός για τους άθλους του και δικαίως, αλλά, ακόμα κι αυτός, ήταν δεύτερος μπροστά στον αλ’Ακίρ. Και ως άνδρας και ως βασιλιάς ήταν απ’ αυτούς που βγαίνουν μια φορά στα εκατό χρόνια, αν βγουν. Η Ειρήνη να τον τιμά κι αυτόν και την ελ’Ληάνα.
“Ο Λάιν πέθανε στις Ρημαγμένες Χώρες, μαζί με τους περισσότερους απ’ αυτούς που τον ακολούθησαν —άντρες τέτοιοι, που δεν της περίσσευαν της Μαλκίρ για να τους χάνει- και η Μπρέγιαν έριξε το φταίξιμο στον Βασιλιά, λέγοντας ότι ακόμα και το Σάγιολ Γκουλ θα είχε πέσει, αν ο αλ’Ακίρ είχε οδηγήσει τους υπόλοιπους Μαλκιρινούς στα βόρεια μαζί με τον σύζυγό της. Για να εκδικηθεί, κατέστρωσε μηχανορραφία με τον Κόγουιν Γκεμάλαν, που τον έλεγαν και Κόγουιν ο Μεγαλόκαρδος, για να αρπάξει το θρόνο για τον γιο της, τον Ίσαμ. Ο Μεγαλόκαρδος, τώρα, ήταν ήρωας, σχεδόν εξίσου κοσμαγάπητος με τον ίδιο τον αλ’Ακίρ και ένας από τους Μεγάλους Άρχοντες, αλλά, όταν οι Μεγάλοι Άρχοντες είχαν ρίξει τις ράβδους, μόνο δύο τον χώριζαν από τον Ακίρ και δεν είχε ξεχάσει ότι θα ανέβαινε στο θρόνο, αν δυο άντρες είχαν ρίξει αλλιώτικο χρώμα στη Λίθο της Στέψης. Οι δυο τους μαζί, ο Κόγουιν και η Μπρέγιαν, απέσυραν στρατιώτες από τη Μάστιγα για να αρπάξουν τους Επτά Πύργους, απογυμνώνοντας τα Οχυρά της Μεθορίου και μετατρέποντάς τα σε απλά φυλάκια.
“Αλλά η ζήλια του Κόγουιν κυλούσε βαθιά”. Αηδία έβαφε τη φωνή του Άγκελμαρ. “Ο Μεγαλόκαρδος, ο ήρωας, που τραγουδούσαν τα κατορθώματά του σ’ όλες τις Μεθόριες, ήταν Σκοτεινόφιλος. Τώρα που τα Οχυρά της Μεθορίου είχαν εξασθενήσει, οι Τρόλοκ χύθηκαν στη Μαλκίρ σαν πλημμύρα. Ο Βασιλιάς αλ’Ακίρ και ο Λάιν μαζί ίσως να είχαν συνενώσει τη χώρα· το είχαν ξανακάνει. Αλλά ο χαμός του Λάιν στις Ρημαγμένες Χώρες είχε συνταράξει τον κόσμο και η εισβολή των Τρόλοκ τσάκισε το ηθικό πολλών και τη βούλησή τους να αντισταθούν. Πάρα πολλών. Οι Τρόλοκ, με την αριθμητική υπεροχή τους, έσπρωξαν τις Μαλκιρινές δυνάμεις πίσω στην καρδιά της χώρας τους.
“Η Μπρέγιαν το έσκασε μαζί με το γιο της, που ήταν βρέφος ακόμα, τον Ίσαμ, και έπεσε στα χέρια των Τρόλοκ, καθώς πήγαινε στα νότια μαζί του. Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τη μοίρα τους, αλλά μπορούμε να μαντέψουμε. Μπορώ να νιώσω οίκτο μόνο για το αγόρι. Η προδοσία του Κόγουιν του Μεγαλόκαρδου αποκαλύφθηκε και τον έπιασε ο νεαρός Τζάιν Τσάριν — που ήδη είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν Γοργοπόδαρο. Όταν έφερε τον Μεγαλόκαρδο αλυσοδεμένο στους Επτά Πύργους, οι Μεγάλοι Άρχοντες ζήτησαν να του κόψουν το κεφάλι και να το καρφώσουν σ’ ένα κοντάρι σε κοινή θέα. Αλλά, επειδή στην αγάπη του λαού τον ξεπερνούσαν μονάχα ο αλ’Ακίρ και ο Λάιν, ο Βασιλιάς τον αντιμετώπισε σε μονομαχία και του πήρε τη ζωή, Ο αλ’Ακίρ έκλαψε, όταν σκότωσε τον Κόγουιν. Μερικοί λένε πως έκλαψε για έναν φίλο που είχε δοθεί στη Σκιά, κάποιοι πάλι είπαν πως έκλαψε για τη Μαλκίρ”. Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα κούνησε λυπημένα το κεφάλι.