Выбрать главу

“Είχε σημάνει η αρχή του ολέθρου για τους Επτά Πύργους, Δεν είχαν χρόνο να φέρουν βοήθεια από το Σίναρ ή το Αράφελ και δεν υπήρχε καμία ελπίδα πως η Μαλκίρ θα στεκόταν μόνη της, τώρα που πέντε χιλιάδες λογχοφόροι της είχαν πεθάνει στις Ρημαγμένες Χώρες και τα Οχυρά της Μεθορίου είχαν πέσει.

“Ο αλ’Ακίρ και η Βασίλισσά του, η ελ’Ληάνα, είπαν να τους φέρουν τον Λαν με την κούνια του. Στα μωρουδίστικα χέρια του ακούμπησαν το σπαθί των Μαλκιρινών βασιλιάδων, το σπαθί που φορά σήμερα. Ένα όπλο που κατασκεύασαν οι Άες Σεντάι στον Πόλεμο της Δύναμης, τον Πόλεμο της Σκιάς, που έφερε το τέλος της Εποχής των Θρύλων. Αλειψαν το κεφάλι του με λάδι, ονομάζοντάς τον Ντάι Σαν, Διαδηματοφόρο Πολέμαρχο, και τον έχρισαν επόμενο Βασιλιά των Μαλκιρινών και, εν ονόματί του, ώμοσαν τον αρχαίο όρκο των Μαλκιρινών βασιλιάδων και βασιλισσών”. Το πρόσωπο του Άγκελμαρ σκλήρυνε· είπε τις λέξεις σαν να είχε δώσει κι ο ίδιος αυτόν τον όρκο, ή κάποιον όμοιο. “Να σταθείς ενάντια στη Σκιά για όσο καιρό το σίδερο αντέχει και η πέτρα κρατά. Να υπερασπιστείς τους Μαλκιρινούς όσο έχεις έστω και μια σταγόνα αίμα. Να εκδικηθείς γι’ αυτό που δεν μπόρεσες να υπερασπιστείς”. Οι λέξεις αντήχησαν στο δωμάτιο.

“Η ελ’Ληάνα έβαλε ένα μενταγιόν στο λαιμό του γιου της για ενθύμιο και το βρέφος, που το είχε φασκιώσει η Βασίλισσα με τα χέρια της, δόθηκε σε είκοσι εκλεκτούς από τους Σωματοφύλακες του Βασιλιά, τους καλύτερους ξιφομάχους, τους πιο φοβερούς πολεμιστές. Μια διαταγή είχαν: να πάνε το παιδί στο Φαλ Μόραν.

“Ύστερα, ο αλ’Ακίρ και η ελ’Ληάνα οδήγησαν τους Μαλκιρινούς για να αντιμετωπίσουν τη Σκιά μια τελευταία φορά. Εκεί πέθαναν, στο Πέρασμα του Χέροτ, και πέθαναν και οι Μαλκιρινοί και οι Επτά Πύργοι γκρεμίστηκαν. Το Σίναρ και το Αράφελ και το Κάντορ, βρήκαν τους Ημιανθρώπους και τους Τρόλοκ στη Σκάλα του Τζεχάαν και τους γύρισαν πίσω, όχι όμως τόσο μακριά όσο ήταν πριν. Το μεγαλύτερο μέρος της Μαλκίρ έμεινε στα χέρια των Τρόλοκ και, χρόνο το χρόνο, μίλι το μίλι, το κατάπιε η Μάστιγα”.

Ο Άγκελμαρ ανάσανε βαριά. Όταν συνέχισε, η φωνή του έδειχνε λύπη και περηφάνια.

“Μονάχα πέντε Σωματοφύλακες έφτασαν ζωντανοί στο Φαλ Μόραν, όλοι τους πληγωμένοι, αλλά είχαν το παιδί απείραχτο. Από την κούνια του δίδαξαν όσα ήξεραν. Έμαθε τα όπλα, όπως τα άλλα παιδιά μαθαίνουν τα παιχνίδια τους, έμαθε και τη Μάστιγα, όπως τα άλλα παιδιά τον κήπο της μητέρας τους. Ο όρκος που δόθηκε πάνω από την κούνια του είναι χαραγμένος στο μυαλό του. Δεν έχει τίποτα να υπερασπιστεί, αλλά μπορεί να εκδικηθεί. Αρνείται τους τίτλους του, αλλά στις Μεθόριες τον αποκαλούν Άστεφο κι αν ποτέ υψώσει το Χρυσό Γερανό της Μαλκίρ, ένας στρατός θα έρθει να τον ακολουθήσει. Αλλά δεν θέλει να οδηγήσει ανθρώπους στο θάνατό τους. Στη Μάστιγα θα χορέψει με το θάνατο, όπως ένας μνηστήρας θα χόρευε με μια κόρη, αλλά δεν θα οδηγήσει εκεί άλλους.

“Αν πρέπει να μπείτε στη Μάστιγα και με λίγους άνδρες μονάχα, δεν υπάρχει καλύτερος για να σας πάει εκεί και να σας ξαναβγάλει γερούς. Είναι ο καλύτερους από τους Προμάχους και αυτό σημαίνει ότι είναι ο καλύτερος των καλύτερων. Καλύτερα να αφήσετε τα αγόρια εδώ για να μεστώσουν λιγάκι και να εμπιστευθείτε μονάχα τον Λαν. Η Μάστιγα δεν είναι μέρος για άπειρα παιδιά”.

Ο Ματ άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε, όταν του έριξε μια ματιά ο Ραντ. Μακάρι να μάθαινε πότε είναι ώρα για να μιλήσει.

Η Νυνάβε άκουγε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά σαν την Εγκουέν, αλλά τώρα κοίταξε το κύπελλό της, με πρόσωπο χλωμό. Η Εγκουέν άγγιξε το μπράτσο της και την κοίταξε με συμπόνια.

Στην πόρτα φάνηκε η Μουαραίν, με τον Λαν στο κατόπι της. Η Νυνάβε τους γύρισε την πλάτη.

“Τι είπε;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Ο Ματ σηκώθηκε όρθιος, το ίδιο και ο Πέριν.

“Χωριατόπαιδο”, μουρμούρισε ο Άγκελμαρ κι έπειτα μίλησε με φυσιολογικό τόνο. “Έμαθες τίποτα, Άες Σεντάι, ή μήπως είναι ένας απλός τρελός;”

“Είναι τρελός”, είπε η Μουαραίν, “ή μισότρελος, αλλά δεν υπάρχει τίποτα απλό στον Πάνταν Φάιν”. Ένας υπηρέτης με λιβρέα σε μαύρα και χρυσά χρώματα υποκλίθηκε και πλησίασε, κρατώντας ένα ασημένιο δίσκο με μια γαλάζια λεκάνη, μια κανάτα, ένα κομμάτι κίτρινο σαπούνι και μια μικρή πετσέτα· κοίταξε με ανησυχία τον Αγκελμαρ. Η Μουαραίν του είπε να τα αφήσει στο τραπέζι. “Με συγχωρείς που στέλνω σε δουλειές τους υπηρέτες σου, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε. “Πήρα το ελεύθερο να του τα ζητήσω”.

Ο Άγκελμαρ ένευσε στον υπηρέτη, ο οποίος ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και έφυγε βιαστικά. “Οι υπηρέτες μου θα κάνουν ό,τι διατάξεις, Άες Σεντάι”.