“Ελπίζω να τον φοβίσουν. Αλλά γιατί με πιστεύεις τώρα και δεν με πίστευες το πρωί;”
“Τότε έπρεπε να πιστέψω τα μάτια μου, παλικάρι μου, και δεν είδα τίποτα”. Ο Ταμ κούνησε το γκρίζο κεφάλι του. “Φαίνεται πως μόνο οι νέοι βλέπουν αυτόν τον άνθρωπο. Όταν όμως ο Χάραλ Λούχαν είπε ότι ο Πέριν είχε σκιαχτεί, όλα φανερώθηκαν. Τον είδε και ο μεγάλος γιος του Τζον Θέην, το ίδιο και το αγόρι του Σάμελ Κρω, ο Μπάντρυ. Όταν τέσσερις λέτε ότι είδατε κάτι —και όλοι μυαλωμένα παιδιά- τότε αρχίζουμε και σκεφτόμαστε, μήπως αυτό υπάρχει, είτε το βλέπουμε είτε όχι. Όλοι εκτός του Τσεν, φυσικά. Τέλος πάντων, γι’ αυτό πάμε σπίτι. Αν λείπουμε και οι δύο, αυτός ο ξένος μπορεί να κάνει ό,τι ζημιά θέλει. Αν δεν ήταν η Γιορτή δεν θα ξαναπήγαινα αύριο. Αλλά δεν μπορούμε να κλειστούμε σαν φυλακισμένοι στα σπίτια μας, επειδή τριγυρνά αυτός εδώ πέρα”.
“Δεν ήξερα για τον Μπαν και τον Λεμ”, είπε ο Ραντ. “Εμείς οι άλλοι θα πηγαίναμε στον δήμαρχο αύριο, αλλά ανησυχούσαμε, μήπως ούτε κι αυτός θα μας πίστευε”.
“Τα γκρίζα μαλλιά δεν σημαίνουν ότι το μυαλό μας κουρκούτιασε”, είπε ξερά ο Ταμ. “Τα μάτια σου τέσσερα, λοιπόν. Μπορεί να τον δεις, αν ξαναφανεί”.
Ο Ραντ αυτό έκανε. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι ένιωθε τα βήματά του πιο ανάλαφρα. Οι κόμποι στους ώμους του είχαν λυθεί.
Ήταν ακόμα τρομαγμένος, αλλά δεν ήταν τόσο άσχημα όσο πριν. Ο Ταμ κι αυτός ήταν μόνοι τους στο Δρόμο του Νταμαριού, όπως και το πρωί, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε ότι ολόκληρο το χωριό ήταν μαζί τους. Η διαφορά ήταν ότι το ήξεραν και το πίστευαν κι άλλοι. Ό,τι κι αν έκανε ο μαυροντυμένος καβαλάρης, οι άνθρωποι του Πεδίου του Έμοντ μπορούσαν, όλοι μαζί, να το αντιμετωπίσουν.
5
Η Νύχτα του Χειμώνα
Ο ήλιος είχε φτάσει στα μισά του ταξιδιού του, μεταξύ μεσημεριού και ηλιοβασιλέματος, όταν το κάρο έφτασε στην αγροικία. Δεν ήταν μεγάλο σπίτι, δεν έμοιαζε καθόλου με τα σπίτια με τα πολλά, ακανόνιστα δωμάτια, που είχε ο κόσμος στα ανατολικά, τα οικήματα που, με τα χρόνια, είχαν μεγαλώσει και χωρούσαν ολόκληρα σόγια. Στους Δύο Ποταμούς αυτό συχνά σήμαινε ότι τρεις, ή τέσσερις γενιές ήταν μαζεμένες κάτω από μια στέγη, μαζί με θείες, θείους, ξαδέρφια και ανίψια. Ο Ταμ και ο Ραντ θεωρούνταν κάτι ασυνήθιστο για την περιοχή, τόσο επειδή ήταν δύο άνδρες που ζούσαν μόνοι, όσο και επειδή καλλιεργούσαν γη στο Δυτικό Δάσος.
Εδώ τα περισσότερα δωμάτια ήταν στο ισόγειο, που ήταν απλό και ορθογώνιο, χωρίς πτέρυγες ή πρόσθετα κτίσματα. Δύο υπνοδωμάτια και μια αποθήκη στη σοφίτα βολεύονταν κάτω από την καλαμοσκεπή με την απότομη κλίση. Αν και οι γεροί ξύλινοι τοίχοι είχαν ξεθωριάσει με τις καταιγίδες του χειμώνα, το σπίτι ήταν φροντισμένο, η στέγη επισκευασμένη και οι πόρτες και τα πατζούρια κρέμονταν σταθερά και έκλειναν σφιχτά.
Το σπίτι, ο αχυρώνας και το πέτρινο μαντρί, σχημάτιζαν τις κορυφές ενός τριγώνου γύρω από την αυλή, στην οποία μερικές κότες είχαν τολμήσει να βγουν για να τσιμπολογήσουν στο παγωμένο έδαφος. Πλάι στο μαντρί υπήρχαν ένα ανοιχτό υπόστεγο για το κούρεμα των προβάτων και μια πέτρινη ποτίστρα. Στο χωράφι, ανάμεσα στην αυλή και τα δέντρα, ορθωνόταν ο ψηλός, μυτερός κώνος του κτίσματος, που χρησιμοποιούσαν για να επεξεργάζονται το κρέας. Λίγοι αγρότες στους Δύο Ποταμούς τα έβγαζαν πέρα χωρίς να παράγουν και μαλλί και καπνό για να τα πουλήσουν στους εμπόρους, τις φορές που αυτοί έρχονταν.
Όταν ο Ραντ κοίταξε στο πέτρινο μαντρί, το κριάρι με τα χοντρά κέρατα του αντιγύρισε το βλέμμα, αλλά τα περισσότερα μαυρομούρικα πρόβατα έμειναν ατάραχα εκεί που ξάπλωναν, ή έστεκαν με τα κεφάλια στην ταΐστρα. Όλα είχαν πυκνή και σγουρή προβιά, αλλά έκανε πολύ κρύο για να τα κουρέψουν.
“Δεν νομίζω να ’ρθε ο μαυροντυμένος άνδρας”, φώναξε ο Ραντ στον πατέρα του, που περπατούσε αργά γύρω από το σπίτι, με το δόρυ έτοιμο, μελετώντας εξονυχιστικά το έδαφος. “Τα πρόβατα δεν θα ήταν τόσο ήσυχα, αν είχε έρθει”.
Ο Ταμ ένευσε, αλλά δεν σταμάτησε. Όταν τελείωσε τη γύρα του σπιτιού, έκανε το ίδιο και στον αχυρώνα και το μαντρί, εξετάζοντας πάλι το έδαφος. Κοίταξε ακόμα και στο κτίσμα που κάπνιζαν το κρέας και στο κτίσμα όπου το επεξεργάζονταν. Έβγαλε έναν κουβά νερό από το πηγάδι, πήρε νερό στη χούφτα του, το μύρισε και το άγγιξε προσεκτικά με την άκρη της γλώσσας. Γέλασε ξερά και το ήπιε μονορούφι.
“Μάλλον δεν ήρθε”, είπε στον Ραντ, σκουπίζοντας το χέρι του στο μπροστινό μέρος του παλτού του. “Όλες αυτές οι κουβέντες για ανθρώπους κι άλογα, που δεν μπορώ να τους δω ή να τους ακούσω, με κάνουν να τα στραβοκοιτάζω όλα”. Αδειασε το νερό που είχε ανεβάσει σ’ έναν άλλο κουβά και προχώρησε προς το σπίτι, με τον κουβά στο ένα χέρι και το δόρυ στο άλλο. “Θα κάνω να φάμε σούπα το βράδυ. Αφού είμαστε εδώ ας κάτσουμε να ξεμπερδέψουμε με κάτι δουλίτσες που έμειναν”.