Το νερό που έχυσε η Μουαραίν στη λεκάνη άχνιζε, σαν να κόντευε να βράσει. Σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να τρίβει γερά τα χέρια της, χωρίς να την πειράζει το καυτό νερό. “Είπα ότι ήταν μιαρός, ή κάτι χειρότερο, αλλά και πάλι έκανα λάθος. Δεν νομίζω να συνάντησα ποτέ κάποιον τόσο ελεεινό και ταπεινωμένο και ταυτόχρονα τόσο βδελυρό. Νιώθω ρυπαρή που τον άγγιζα και δεν εννοώ τη βρώμα στο πετσί του. Ρυπαρή εδώ”. Άγγιξε το στήθος της. “Η διαφθορά της ψυχής του με κάνει να αμφιβάλλω αν έχει καν ψυχή. Πάνω του υπάρχει κάτι χειρότερο από το να είναι Σκοτεινόφιλος”.
“Φαινόταν τόσο αξιοθρήνητος”, μουρμούρισε η Εγκουέν. “Τον θυμάμαι που έφτανε στο Πεδίο του Έμοντ κάθε άνοιξη, πάντα γελαστός, φέρνοντας νέα απ’ έξω. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια ελπίδα γι’ αυτόν, ε; “Όσο κι αν στεκόσουν στη Σκιά, πάντα μπορείς να ξαναβρείς το Φως”, απήγγειλε.
Η Άες Σεντάι σκούπιζε με δύναμη τα χέρια της στην πετσέτα “Πάντα έτσι πίστευα”, είπε. “Ίσως ο Πάνταν Φάιν μπορεί να σωθεί. Μα ήταν Σκοτεινόφιλος πάνω από σαράντα χρόνια και αυτά που έχει κάνει, το αίμα και ο πόνος και ο θάνατος; θα πάγωναν την καρδιά σου, αν τα άκουγες. Το ελάχιστο μεταξύ αυτών —αν και φαντάζομαι πως για σας δεν είναι ασήμαντο― είναι ότι έφερε τους Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ”.
“Ναι”, είπε απαλά ο Ραντ. Άκουσε την Εγκουέν να βγάζει μια πνιχτή κραυγή. Έπρεπε να το καταλάβω. Που να καώ, έπρεπε να το καταλάβω τη στιγμή που του είδα.
“Έφερε Τρόλοκ κι εδώ;” ρώτησε ο Ματ. Κοίταξε τους πέτρινους τοίχους γύρω του και ρίγησε. Ο Ραντ σκέφτηκε πως πιο έντονα θυμόταν τους Μυρντράαλ παρά τους Τρόλοκ· οι τοίχοι δεν είχαν σταματήσει τον Ξέθωρο στο Μπάερλον ή στην Ασπρογέφυρα.
“Αν τους έφερε” ―ο Άγκελμαρ γέλασε— “θα σπάσουν τα δόντια τους στα τείχη του Φαλ Ντάρα. Πολλοί το έχουν πάθει”. Μιλούσε σε όλους, αλλά, προφανώς, τα λόγια του απευθύνονταν στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, από τις ματιές που έριχνε. “Και μη στενοχωριέσαι ούτε για τους Ξέθωρους”. Ο Ματ κοκκίνισε. “Το βράδυ όλοι οι δρόμοι και τα στενά του Φαλ Ντάρα φωτίζονται. Και εντός των τειχών κανένας δεν επιτρέπεται να κρύβει το πρόσωπό του”.
“Γιατί το έκανε αυτό ο Πάνταν Φάιν;” ρώτησε η Εγκουέν.
“Πριν τρία χρόνια...” Η Μουαραίν άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και κάθισε κάτω, σωριάστηκε, σχεδόν σαν να την είχε εξαντλήσει αυτό που είχε κάνει με τον Φάιν. “Αυτό το καλοκαίρι θα κλείσουν τρία χρόνια. Από τότε ακόμα. Το Φως σίγουρα μας χαμογελά, αλλιώς ο Πατέρας του Ψεύδους θα είχε θριαμβεύσει, ενώ εγώ ακόμα καθόμουν και έκανα σχέδια στην Ταρ Βάλον. Τρία χρόνια σας κυνηγά ο Φάιν για τον Σκοτεινό”.
“Αυτό είναι τρέλα!” είπε ο Ραντ. “Έρχεται στο Πεδίο του Έμοντ κάθε άνοιξη, σαν ρολόι. Τρία χρόνια; Εκεί μπροστά του ήμασταν και ποτέ δεν μας έριξε δεύτερη ματιά, εκτός από πέρυσι”. Η Άες Σεντάι τον έδειξε με το δάχτυλο, κάνοντάς τον να παγώσει.
“Ο Φάιν μου είπε τα πάντα, Ραντ. Ή σχεδόν τα πάντα. Πιστεύω πως αποσιώπησε κάτι, κάτι σημαντικό, παρά τα όσα έκανα, αλλά είπε αρκετά Πριν τρία χρόνια, ένας Ημιάνθρωπος ήρθε να τον βρει σε μια πόλη στο Μουράντυ. Φυσικά ο Φάιν κατατρόμαξε, αλλά μεταξύ των Σκοτεινόφιλων θεωρείται μεγάλη τιμή να σε καλέσουν έτσι. Ο Φάιν πίστεψε πως είχε επιλεγεί για σπουδαία πράγματα κι όντως έτσι ήταν, αλλά όχι με τον τρόπο που νόμιζε. Τον πήγαν βόρεια στη Μάστιγα, στις Ρημαγμένες Χώρες. Στο Σάγιολ Γκουλ. Όπου συνάντησε έναν άνθρωπο με μάτια από φωτιά, που είπε ότι ονομάζεται Μπα’άλζαμον”.
Ο Ματ ανακάθισε ανήσυχα και ο Ραντ ξεροκατάπιε. Έτσι θα γινόταν, φυσικά, μα δεν ήταν ευκολότερο να το αποδεχτεί κανείς. Μόνο ο Πέριν κοίταζε την Άες Σεντάι σαν να μην τον ξάφνιαζε τίποτα πια.
“Το Φως να μας φυλάει”, είπε ο Άγκελμαρ με θέρμη.
“Του Φάιν δεν του άρεσαν αυτά που του έκαναν στο Σάγιολ Γκουλ”, συνέχισε γαλήνια η Μουαραίν. “Όσο μιλούσαμε, ούρλιαζε για φωτιές που έκαιγαν. Σχεδόν πέθανε, καθώς τα έβγαζα αυτά από κει που τα έκρυβε μέσα του. Παρ’ όλο που τον Θεράπευσα, είναι ένα τσακισμένο ράκος. Θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να ξαναβρεί τον εαυτό του. Όμως θα κάνω την προσπάθεια, έστω και μόνο για να μάθω τι άλλο κρύβει ακόμα. Επελέγη εξαιτίας της περιοχής όπου δούλευε. Όχι”, είπε γοργά, όταν οι άλλοι τινάχτηκαν, “όχι μόνο τους Δύο Ποταμούς, τουλάχιστον όχι τότε. Ο Πατέρας του Ψεύδους ήξερε που περίπου θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε, αλλά όχι με περισσότερες λεπτομέρειες απ’ όσο εμείς στην Ταρ Βάλον.
“Ο Φάιν είπε ότι έγινε το κυνηγόσκυλο του Σκοτεινού και, κατά κάποιον τρόπο, έχει δίκιο. Ο Πατέρας του Ψεύδους έβαλε τον Φάιν στο κυνήγι, αλλάζοντάς τον πρώτα για να μπορεί να κυνηγήσει σωστά. Αυτό που φοβάται να θυμηθεί ο Φάιν είναι τα πράγματα που του έκανε για να γίνουν αυτές οι αλλαγές· μισεί τον αφέντη του γι’ αυτό όσο τον φοβάται. Έτσι, ο Φάιν στάλθηκε να οσμίζεται και να κυνηγά σ’ όλα τα χωριά γύρω από το Μπάερλον, ως τα Όρη της Ομίχλης, ως κάτω στον Τάρεν και πιο πέρα στους Δύο Ποταμούς”.