Выбрать главу

“Πριν τρία χρόνια;” είπε αργά ο Πέριν. “Τη θυμάμαι εκείνη την άνοιξη. Ο Φάιν είχε έρθει πιο αργά απ’ όσο συνήθως, αλλά το παράξενο ήταν που έμεινε. Μια ολόκληρη βδομάδα καθόταν, αργόσχολα, γκρινιάζοντας που χαλούσε τα λεφτά του για δωμάτιο στο Πανδοχείο της Οινοπηγής. Ο Φάιν αγαπά τα λεφτά του”

“Τώρα το θυμήθηκα”, είπε ο Ματ. “Όλοι αναρωτιόνταν αν ήταν άρρωστος, ή αν του είχε γυαλίσει καμιά από τις γυναίκες του χωριού. Όχι ότι θα παντρευόταν καμιά τους πραματευτή, φυσικά. Αυτό θα ήταν σαν να παντρευόταν Ταξιδιώτη”. Η Εγκουέν τον κοίταξε υψώνοντας το φρύδι της και ο Ματ έκλεισε το στόμα.

“Μετά από αυτό, ξαναπήραν τον Φάιν στο Σάγιολ Γκουλ και το μυαλό του — αποστάχθηκε”. Ο Ραντ ένιωσε αναγούλα με τον τόνο της Άες Σεντάι· έλεγε περισσότερα γι’ αυτό που εννοούσε απ’ ό,τι η γκριμάτσα που φάνηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό της. “Αυτά πού είχε... νιώσει... συμπυκνώθηκαν και του ξανατσποθετήθηκαν. Όταν ξαναπήγε στους Δύο Ποταμούς την επόμενη χρονιά, μπόρεσε να διαλέξει τους στόχους του πιο συγκεκριμένα. Και μάλιστα πολύ πιο συγκεκριμένα απ’ όσο περίμενε ακόμα και ο Σκοτεινός. Ο Φάιν ήξερε με βεβαιότητα ότι αυτός που αναζητούσε ήταν ο ένας από τρεις στο Πεδίο του Έμοντ”.

Ο Πέριν γρύλισε και ο Ματ άρχισε να βρίζει με χαμηλή, άτονη φωνή, χωρίς να τον σταματά ούτε το αγριοκοίταγμα της Νυνάβε. Ο Αγκελμαρ τους κοίταξε με περιέργεια. Ο Ραντ ένιωσε μονάχα μια αχνή παγωνιά και αναρωτήθηκε γι’ αυτό. Πριν τρία χρόνια ο Σκοτεινός τον κυνηγούσε... τους κυνηγούσε. Κανονικά τα δόντια του θα έπρεπε να χτυπούν μ’ αυτά που άκουγε.

Η Μουαραίν δεν άφησε τον Ματ να τη διακόψει. Ύψωσε τη φωνή της για να ακουστεί. “Όταν ο Φάιν ξαναγύρισε στο Λάγκαρντ, ο Μπα’άλζαμον τον πλησίασε στο όνειρό του. Ο Φάιν αυτοταπεινώθηκε και έκανε τελετές που θα σας πάγωναν το αίμα, αν ακούγατε έστω και τα μισά γι’ αυτές, έτσι συνδέθηκε ακόμα περισσότερο με τον Σκοτεινό. Αυτό που γίνεται στα όνειρα μπορεί να είναι πιο επικίνδυνο απ’ αυτό που γίνεται όταν κάποιος είναι ξυπνητός”. Ο Ραντ ανασάλεψε κάτω από την αυστηρή, προειδοποιητική ματιά της, αλλά εκείνη δεν σταμάτησε να μιλά. “Του υποσχέθηκε μεγάλη ανταμοιβή και εξουσία επί των βασιλείων μετά τη νίκη του Μπα’άλζαμον και του είπε ότι, όταν επέστρεφε στο Πεδίο του Έμοντ, θα έπρεπε να σημαδέψει τους τρεις που είχε βρει. Εκεί θα υπήρχε ένας Ημιάνθρωπος, που θα τον περίμενε μαζί με Τρόλοκ. Ξέρουμε τώρα πώς ήρθαν οι Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς. Πρέπει να υπήρχε ένα Ογκιρανό άλσος και μια Πύλη στη Μανέθερεν”.

“Το ομορφότερο όλων”, είπε ο Λόιαλ, “με εξαίρεση το άλσος της Ταρ Βάλον”. Άκουγε κι αυτός αφοσιωμένος όπως και οι άλλοι. “Οι Ογκιρανοί θυμούνται με αγάπη τη Μανέθερεν”. Ο Άγκελμαρ πρόφερε σιωπηλά το όνομα, υψώνοντας τα φρύδια με απορία Μανέθερεν.

“Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν. “Θα σου πω πώς να βρεις την Πύλη του Μάφαλ Ντανταράνελ. Πρέπει να χτιστεί τοίχος μπροστά της και να μπουν σκοποί και να μην επιτρέπεται να πλησιάσει κανείς. Οι Ημιάνθρωποι δεν έμαθαν ακόμα όλες τις Οδούς, αλλά αυτή η Πύλη είναι προς το νότο και απέχει λίγες μόνο ώρες από το Φαλ Ντάρα”.

Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα τινάχτηκε, σαν να ξυπνούσε από λήθαργο. “Στο νότο; Μα την Ειρήνη! Κι άλλα βάσανα, που να λάμπα πάνω μας το Φως. Έτσι θα γίνει”.

“Ο Φάιν μας ακολούθησε από τις Οδούς;” ρώτησε ο Πέριν. “Έτσι πρέπει”.

Η Μουαραίν ένευσε. “Ο Φάιν θα σας ακολουθούσε και στον τάφο, επειδή είναι αναγκασμένος. Όταν ο Μυρντράαλ απέτυχε στο Πεδίο του Έμοντ, πήρε τον Φάιν και τους Τρόλοκ και ακολούθησαν τη διαδρομή μας. Ο Ξέθωρος δεν άφηνε τον Φάιν να ανέβει σε άλογο, αν και ο Φάιν πίστευε πως έπρεπε να έχει το καλύτερο άλογο στους Δύο Ποταμούς και να ηγείται της ομάδας, ο Μυρντράαλ τον ανάγκασε να τρέχει με τους Τρόλοκ και έβαλε τους Τρόλοκ να τον σηκώνουν στα χέρια, όταν τα πόδια του δεν άντεχαν άλλο. Μιλούσαν έτσι που να τους καταλαβαίνει, συζητούσαν τον καλύτερο τρόπο για να τον μαγειρέψουν, όταν θα ήταν πια άχρηστος. Ο Φάιν ισχυρίζεται πως στράφηκε εναντίον του Σκοτεινού πριν φτάσουν στον Τάρεν. Αλλά, μερικές φορές, φαίνεται καθαρά η απληστία που νιώθει για την ανταμοιβή που του υποσχέθηκαν.

“Όταν ξεφύγαμε περνώντας τον Τάρεν, ο Μυρντράαλ γύρισε με τους Τρόλοκ στην κοντινότερη Πύλη, στα Όρη της Ομίχλης, στέλνοντας τον Φάιν να περάσει μόνος του. Πίστεψε τότε πως ήταν ελεύθερος, αλλά, πριν φτάσει στο Μπάερλον, τον βρήκε ένας άλλος Ξέθωρος και αυτός δεν είχε τόση καλοσύνη. Τις νύχτες τον ανάγκαζε να κοιμάται κουλουριασμένος σε μια χύτρα των Τρόλοκ, για να του θυμίζει το τίμημα της αποτυχίας. Αυτός τον χρησιμοποίησε μέχρι τη Σαντάρ Λογκόθ. Ο Φάιν ήταν πια πρόθυμος να δώσει στον Μυρντράαλ και την ίδια του τη μητέρα, αν τον ελευθέρωνε, αλλά του Σκοτεινού δεν του αρέσει να δίνει κάτι που μπορεί να τον ωφελήσει.