Выбрать главу

“Αυτό που έκανα εκεί, που έστειλα μια ψευδαίσθηση των αποτυπωμάτων μας και της μυρωδιάς μας προς τα βουνά, ξεγέλασε τους Μυρντράαλ, αλλά όχι τον Φάιν. Οι Ημιάνθρωποι δεν τον πίστεψαν στην επιστροφή έσερναν πίσω τους τον Φάιν δεμένο σε λουρί. Μερικοί άρχισαν να τον πιστεύουν μόνο όταν φάνηκε πως προπορευόμασταν συνεχώς, όσο γρήγορα κι αν πήγαιναν αυτοί. Ήταν οι τέσσερις Μυρντράαλ που ξαναγύρισαν στη Σαντάρ Λογκόθ. Ο Φάιν ισχυρίζεται πως ήταν ο ίδιος ο Μπα’άλζαμον που διέταζε τους Μυρντράαλ”.

Ο Άγκελμαρ κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά. “Ο Σκοτεινός; Μπα! Ο άνθρωπος ή λέει ψέματα, ή τρελάθηκε. Αν ο Σκοτεινόκαρδος ήταν ελεύθερος, τώρα όλοι θα ήμασταν πεθαμένοι, ή κάτι χειρότερο”.

“Ο Φάιν είπε την αλήθεια όπως την έβλεπε”, είπε η Μουαραίν. “Δεν μπορούσε να μου πει ψέματα, αν και έκρυψε πολλά. Αυτολεξεί, “Ο Μπα’άλζαμον εμφανίστηκε σαν τρεμάμενη φλόγα κεριού, φαινόταν και χανόταν, χωρίς να είναι δεύτερη φορά στο ίδιο μέρος. Τα μάτια του έκαψαν τους Μυρντράαλ και οι φωτιές του στόματος του μας αγκάλιασαν”.

“Κάτι”, είπε ο Λαν, “ανάγκασε τέσσερις Ξέθωρους να πάνε εκεί που φοβούνται να πάνε — σ’ ένα μέρος που φοβούνται σχεδόν όσο φοβούνται την οργή του Σκοτεινού”.

Ο Άγκελμαρ γρύλισε σαν να τον είχαν κλωτσήσει, φαινόταν ζαλισμένος.

“Στα ερείπια της Σαντάρ Λογκόθ το κακό τα έβαλε με το κακό”, συνέχισε η Μουαραίν και το βδελυρό πολέμησε με το ρυπαρό. Όταν μιλούσε γι’ αυτό ο Φάιν, μιλούσε κλαψουρίζοντας και τα δόντια του χτυπούσαν. Πολλοί Τρόλοκ πέθαναν εκεί, όταν τους βρήκαν το Μασάνταρ και άλλα πράγματα, μαζί και ο Τρόλοκ που κρατούσε το λουρί του Φάιν. Το έσκασε από την πόλη σαν να ήταν το Χάσμα του Χαμού στο Σάγιολ Γκουλ.

“Ο Φάιν πίστεψε πως, επιτέλους, ήταν ελεύθερος. Σκόπευε να το βάλει στα πόδια για να μην τον ξαναβρεί ποτέ ο Μπα’άλζαμον, να πάει να πέρατα της γης, αν χρειαζόταν. Φανταστείτε τη φρίκη του, όταν ανακάλυψε ότι η παρόρμηση του για το κυνήγι δεν λιγόστεψε. Αντίθετα, δυνάμωνε και θέριευε με κάθε μέρα που περνούσε. Δεν σταματούσε για να φάει, παρά μόνο ότι έβρισκε στο δρόμο καθώς σας κυνηγούσε —σκαθάρια και σαύρες που άρπαζε ενώ έτρεχε, μισοσαπισμένα σκουπίδια από χωματερές στα βάθη της νύχτας— και δεν μπορούσε να σταματήσει, παρά μόνο όταν εξαντλημένος σωριαζόταν σαν άδειο σακί. Και μόλις έβρισκε τη δύναμη να ξανασηκωθεί, αναγκαζόταν να συνεχίσει. Όταν έφτασε στο Κάεμλυν, μπορούσε να νιώσει το θήραμά του, ακόμα κι όταν αυτό ήταν ένα μίλι πιο πέρα. Εδώ, στα μπουντρούμια, μερικές φορές σήκωνε το βλέμμα χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε. Κοίταζε προς αυτό το δωμάτιο”.

Ο Ραντ ένιωσε μια ξαφνική φαγούρα στη ράχη του· ήταν σαν να ένιωθε το βλέμμα του Φάιν πάνω του, μέσα από την πέτρα που τους χώριζε. Η Άες Σεντάι ένιωσε την ανήσυχη κίνησή του, αλλά συνέχισε την αδυσώπητη εξιστόρηση της,

“Αν ο Φάιν ήταν μισότρελος φτάνοντας στο Κάεμλυν, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στην τρέλα, όταν κατάλαβε ότι εκεί ήταν μόνο δύο από αυτούς που αναζητούσε. Η παρόρμησή του τον πρόσταζε να βρει όλους σας, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά μόνον να ακολουθήσει τους δύο που ήταν εκεί. Μίλησε για τα ουρλιαχτά όταν η Πύλη άνοιξε στο Κάεμλυν. Είχε στο νου του τη γνώση να την ανοίξει· δεν ξέρει πώς την απέκτησε· τα χέρια του είχαν δική τους βούληση και τον έκαψαν με τις φωτιές του Μπα’άλζαμον, όταν προσπάθησε να τα σταματήσει. Ο Φάιν δολοφόνησε τον μαγαζάτορα, που ήρθε να δει τι ήταν εκείνος ο θόρυβος. Όχι επειδή ήταν αναγκασμένος, αλλά εξαιτίας του φθόνου, επειδή ο άνθρωπος αυτός μπορούσε ελεύθερα να βγει από το κελάρι του, ενώ τα δικά του πόδια τον παρέσερναν δίχως σταματημό στις Οδούς”.

“Τότε αυτός που ένιωσες ήταν ο Φάιν που μας ακολουθούσε”, είπε η Εγκουέν. Ο Λαν ένευσε. “Πώς γλίτωσε από τον... τον Μαύρο Ανεμο;” Η φωνή της έτρεμε· σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. “Στην Πύλη ήταν ακριβώς πίσω μας”.

“Γλίτωσε και δεν γλίτωσε”, είπε η Μουαραίν. “Ο Μαύρος Άνεμος τον βρήκε — και ο Φάιν ισχυρίστηκε πως καταλάβαινε τις φωνές. Μερικές τον χαιρέτησαν σαν όμοιό τους· άλλες τον φοβήθηκαν. Αμέσως μόλις ο Άνεμος τύλιξε τον Φάιν, αποτραβήχτηκε βιαστικά”.

“Το Φως να μας σώσει”. Ο ψίθυρος του Λόιαλ ήχησε σαν το βουητό πελώριας μέλισσας.

“Προσευχήσου γι’ αυτό”, είπε η Μουαραίν. “Ο Πάνταν Φάιν κρύβει πολλά ακόμα, πολλά που πρέπει να μάθω. Το κακό έχει χωθεί βαθιά μέσα του και είναι πιο δυνατό απ’ όσο έχω δει σε άλλο άνθρωπο ποτέ μου. Ίσως ο Σκοτεινός, καθώς έκανε ό,τι έκανε στον Φάιν, να του εντύπωσε ένα μέρος του εαυτού του, ίσως, ακόμα, χωρίς να το ξέρει, κάποιες από τις προθέσεις του. Όταν ανέφερα τον Οφθαλμό του Κόσμου, ο Φάιν έκλεισε σφιχτά το στόμα του, αλλά ένιωσε ότι κάτι ήξερε πίσω από τη σιωπή του. Μακάρι να είχα τώρα χρόνο. Αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε”.