“Της Μανέθερεν”, είπε αργά ο Άγκελμαρ, νεύοντας. “Δεν θα αμφέβαλλα γι’ αυτό το αίμα”. Και μετά, πιο γρήγορα, “Ο Τροχός φέρνει παράξενους καιρούς. Χωριατόπαιδα φέρνουν την τιμή της Μανέθερεν στη Μάστιγα, μα αν υπάρχει αίμα που να μπορεί να δώσει το τελικό χτύπημα στον Σκοτεινό, αυτό θα ήταν το αίμα της Μανέθερεν. Θα γίνει όπως το επιθυμείς, Άες Σεντάι”.
“Τότε άφησέ μας να πάμε στα δωμάτιά μας”, είπε η Μουαραίν. “Πρέπει να φύγουμε με την ανατολή, επειδή ο χρόνος λιγοστεύει. Οι νεαροί πρέπει να κοιμηθούν κοντά μου. Λίγος χρόνος μένει πριν τη μάχη και δεν μπορούμε να αφήσουμε τον Σκοτεινό να τους χτυπήσει ξανά. Λίγος χρόνος”.
Ο Ραντ ένιωσε το βλέμμα της πάνω του, να εξετάζει τον ίδιο και τους φίλους του, ζυγίζοντας τη δύναμή τους και ανατρίχιασε. Λίγος χρόνος.
48
Η Μάστιγα
Ο άνεμος έκανε το μανδύα του Λαν να πεταρίζει, έτσι που, μερικές φορές, ο Πρόμαχος ήταν σχεδόν αόρατος, ακόμα και στο φως του ήλιου. Ο Άρχοντας Άγκελμαρ είχε στείλει τον Ίνγκταρ με εκατό λογχοφόρους να τους συνοδεύσουν, για την περίπτωση που συναντούσαν ορδή των Τρόλοκ· ήταν λαμπρό θέαμα με τις πανοπλίες τους και τις κόκκινες φιλάνδρες τους και τα αρματωμένα με ατσάλι άλογά τους, καθώς σχημάτιζαν δύο φάλαγγες, με την Γκρίζα Κουκουβάγια στο λάβαρο του Ίνγκταρ να τους οδηγεί. Ήταν επιβλητικοί όσο και εκατό Φρουροί της Βασίλισσας, αλλά αυτό που κοίταζε με προσοχή ο Ραντ ήταν οι πύργοι, που μόλις είχαν φανεί. Όλο το πρωί έβλεπε τους Σιναρανούς λογχοφόρους.
Κάθε πύργος στεκόταν ψηλός και γεροφτιαγμένος πάνω σε λόφο, μισό μίλι απόσταση από τον γειτονικό του. Κι άλλοι ορθώνονταν στα ανατολικά και τα δυτικά και υπήρχαν άλλοι ακόμα πιο πέρα. Μια πλατιά, περιτειχισμένη ράμπα ανηφόριζε ελικοειδώς τον κάθε πέτρινο κορμό και, όταν έφτανε στις βαριές θύρες στα μισά του πύργου, είχε κάνει έναν ολόκληρο κύκλο κάτω από την κορυφή με τις επάλξεις της. Αν η φρουρά έκανε έξοδο, θα προστατεύονταν από τον τοίχο ώσπου να φτάσουν στο έδαφος, ενώ οι εχθροί, που θα προσπαθούσαν να ανεβούν ως την πύλη, θα σκαρφάλωναν κάτω από τη βροχή των βελών και των πετρών και του καυτού λαδιού από τα καζάνια που έστεκαν στις ζεματίστρες, οι οποίες έγερναν προς τα έξω. Ένας μεγάλος ατσάλινος καθρέφτης, προσεκτικά γυρισμένος προς τα κάτω, μακριά από τον ήλιο, γυάλιζε πάνω σε κάθε πύργο, βαλμένος κάτω από το ψηλό σιδερένιο δοχείο όπου μπορούσαν να ανάψουν φωτιά για σήματα, όταν δεν έλαμπε ο ήλιος. Το σήμα θα στελνόταν σε πύργους πιο μακριά από τη Μάστιγα και από εκείνους σε άλλους κι έτσι θα αναμεταδιδόταν στα οχυρά της ενδοχώρας, απ’ όπου θα έρχονταν οι λογχοφόροι για να απωθήσουν τους επιδρομείς. Σε φυσιολογικούς καιρούς, θα τους απωθούσαν.
Από τις κορυφές των δύο κοντινότερων πύργων οι άνδρες τους παρακολουθούσαν που πλησίαζαν. Ήταν λίγοι μόνο στον καθένα και κοίταζαν με περιέργεια από τις πολεμίστρες. Ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες, οι πύργοι ήταν επανδρωμένοι μόνο όσο χρειαζόταν για να μπορούν να αμυνθούν και για την επιβίωσή τους βασίζονταν περισσότερο στους πέτρινους τοίχους παρά στα δυνατά μπράτσα, αλλά τώρα όσο το δυνατόν περισσότεροι άνδρες είχαν σταλεί στο Πέρασμα του Τάργουιν. Η πτώση των πύργων δεν θα είχε σημασία, αν οι λογχοφόροι δεν κρατούσαν το Πέρασμα.
Ο Ραντ ανατρίχιασε καθώς περνούσαν ανάμεσα στους πύργους. Ήταν σαν να είχε προχωρήσα μέσα από τοίχο κρύου αέρα. Αυτή ήταν η Μάστιγα. Η γη πιο πέρα δεν φαινόταν διαφορετική από της Σίναρ, αλλά εκεί έξω, κάπου πέρα από τα άφυλλα δέντρα, ήταν η Μάστιγα.
Ο Ίνγκταρ σήκωσε την ατσάλινη γροθιά του για να σταματήσει τους λογχοφόρους μπροστά σε μια απλή πέτρινη στήλη μπροστά στους πύργους. Το σημάδι των συνόρων, που έδειχνε το όριο ανάμεσα στο Σίναρ και στη γη που κάποτε ήταν η Μαλκίρ. “Με συγχωρείς, Μουαραίν Άες Σεντάι. Με συγχωρείς, Ντάι Σαν. Με συγχωρείς, Κατασκευαστή. Ο Άρχοντας Άγκελμαρ με διέταξε να μην προχωρήσω άλλο”. Φαινόταν δυσαρεστημένος μ’ αυτό, απογοητευμένος από τη ζωή γενικότερα.
“Είναι όπως το σχεδιάσαμε ο Άρχοντας Άγκελμαρ κι εγώ”, είπε η Μουαραίν.
Ο Ίνγκταρ γρύλισε ξινά. “Με συγχωρείς, Άες Σεντάι”, είπε, χωρίς να δείχνει ότι το εννοούσε. “Το να σας συνοδεύσω εδώ σημαίνει ότι ίσως δεν φτάσουμε στο Πέρασμα του Τάργουιν πριν το τέλος της μάχης. Μου κλέβουν την ευκαιρία να σταθώ στο πλάι των άλλων και, την ίδια στιγμή, με διατάζουν να μην κάνω βήμα πέρα από το σημάδι των συνόρων, λες και δεν ξαναβρέθηκα στη Μάστιγα. Και ο Άρχοντάς μου ο Άγκελμαρ δεν μου λέει γιατί”. Πίσω από το κλουβί της προσωπίδας του, τα μάτια του έκαναν την τελευταία λέξη ερώτηση προς την Άες Σεντάι. Αρνήθηκε περιφρονητικά να κοιτάξει τον Ραντ και τους άλλους· είχε μάθει ότι θα συνό8ευαν τον Λαν στη Μάστιγα.