Выбрать главу

“Μπορεί να πάρει τη θέση μου”, μουρμούρισε ο Ματ στον Ραντ. Ο Λαν κοίταξε και τους δύο αυστηρά. Ο Ματ χαμήλωσε το βλέμμα, κοκκινίζοντας.

“Όλοι έχουμε το ρόλο μας στο Σχήμα, Ίνγκταρ”, είπε σταθερά η Μουαραίν. “Από δω πρέπει να υφάνουμε το δικό μας μόνοι μας”.

Ο Ίνγκταρ υποκλίθηκε πιο δύσκολα απ’ όσο συνήθως κι όχι γιατί τον εμπόδιζε η στολή. Όπως επιθυμείς, Άες Σεντάι. Πρέπει να φύγω τώρα και να καλπάσω γοργά για να φτάσω στο Πέρασμα του Τάργουιν. Τουλάχιστον εκεί θα μου... επιτρέψουν... να αντιμετωπίσω τους Τρόλοκ”.

“Στ’ αλήθεια ανυπομονείς τόσο πολύ;” ρώτησε η Νυνάβε. “Να πολεμήσεις Τρόλοκ;”

Ο Ίνγκταρ την κοίταξε σαστισμένος κι έπειτα έριξε μια ματιά στον Λαν, σαν να περίμενε ότι θα της εξηγούσε ο Πρόμαχος. “Αυτό κάνω, Αρχόντισσα”, είπε αργά. “Γι’ αυτό είμαι αυτός που είμαι”. Σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι του στον Λαν, με την ανοιχτή παλάμη στραμμένη προς τον Πρόμαχο. “Σουράβυε νίντο μανσίμα ταϊσίτε, Ντάι Σαν. Η Ειρήνη να τιμά το σπαθί σου”. Ο Ίνγκταρ γύρισε το άλογό του και ξεκίνησε προς τα ανατολικά μαζί με τον σημαιοφόρο του και τους εκατό λογχοφόρους του. Προχωρούσαν με ήρεμο αλλά σταθερό ρυθμό, όσο μπορούσαν να τρέξουν τα αρματωμένα άλογά τους για τη μεγάλη απόσταση που είχαν μπροστά.

“Τι παράξενο είναι αυτό που λένε”, είπε η Εγκουέν. “Γιατί το λένε έτσι; Ειρήνη”.

“Όταν δεν έχεις γνωρίσει κάτι, παρά μόνο στα όνειρά σου”, απάντησε ο Λαν, χτυπώντας με τη μπότα τον Μαντάρμπ για να πάει μπροστά, “γίνεται κάτι παραπάνω από φυλαχτό”.

Καθώς ο Ραντ ακολουθούσε τον Πρόμαχο πέρα από το πέτρινο σημάδι των συνόρων, γύρισε στη σέλα για να κοιτάξει πίσω και είδε τον Ίνγκταρ και τους λογχοφόρους να χάνονται πίσω από γυμνά δέντρα και το σημάδι να εξαφανίζεται και στο τέλος του ορίζοντα είδε τους πύργους στους λόφους τους, που κοίταζαν πάνω από τα δέντρα. Σύντομα βρέθηκαν μόνοι, προχωρώντας βόρεια κάτω από την άφυλλη κανόπη του δάσους. Ο Ραντ βυθίστηκε στη σιωπή κοιτάζοντας γύρω του και, για αλλαγή, ακόμα και ο Ματ δεν είχε τίποτα να πει.

Εκείνο το πρωί οι πύλες του Φαλ Ντάρα είχαν ανοίξει με την αυγή. Ο Άρχοντας Αγκελμαρ, φορώντας πανοπλία και κράνος σαν τους στρατιώτες του, ξεκίνησε με το λάβαρο του Μαύρου Γερακιού και τις Τρεις Αλεπούδες από την Ανατολική Πύλη προς τον ήλιο, που ακόμα ήταν μια κόκκινη παρωνυχίδα πάνω από τα δέντρα. Κυματίζοντας, σαν ατσάλινο φίδι στο ρυθμό των έφιππων τυμπανιστών, η φάλαγγα βγήκε από την πόλη με ζυγούς των τεσσάρων ανδρών και το κεφάλι του φιδιού με τον Άγκελμαρ κρύφτηκε στο δάσος, ενώ η ουρά του ήταν ακόμα στο κάστρο του Φαλ Ντάρα. Δεν ακούγονταν επευφημίες στους δρόμους για να τους εμψυχώσουν, μόνο τα τύμπανά τους και οι φιλάνδρες που καμτσίκωναν τον άνεμο, αλλά τα μάτια των στρατιωτών κοίταζαν αποφασισμένα τον ανατέλλοντα ήλιο. Στα ανατολικά θα ενώνονταν με άλλα ατσάλινα ερπετά, από το Φαλ Μόραν, πίσω από τον ίδιο τον Βασιλιά Ήζαρ με τους γιους του στο πλευρό του και από το Άνκορ Ντάιλ, που κρατούσε τα Ανατολικά Σύνορα και φύλαγε τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου· από το Μος Σιράρε και το Φαλ Σάιον και το Κάμρον Καάν και όλα τα άλλα οχυρά του Σίναρ, μεγάλα και μικρά. Φτιάχνοντας ένα μεγαλύτερο ερπετό, θα έστριβαν προς το βορρά, προς το Πέρασμα του Τάργουιν.

Μια άλλη έξοδος είχε αρχίσει την ίδια ώρα, από την Πύλη του Βασιλιά, που έβγαζε στο δρόμο του Φαλ Μόραν. Κάρα και άμαξες, άνθρωποι καβάλα και άνθρωποι πεζοί, που οδηγούσαν τα ζώα τους, που κουβαλούσαν τα παιδιά στην πλάτη τους, με πρόσωπα σκοτεινά σαν τις πρωινές σκιές. Η απροθυμία τους να αφήσουν τα σπίτια τους, πιθανόν για πάντα, βράδυνε τα βήματά τους, αλλά ο φόβος αυτού που τους περίμενε τους παρακινούσε να κάνουν γρήγορα κι έτσι προχωρούσαν σπασμωδικά, έσερναν τα πόδια και μετά έτρεχαν για λίγα μέτρα, μόνο και μόνο για να ξανασταματήσουν και να συνεχίσουν από την αρχή να σέρνουν τα πόδια στη σκόνη.

Μερικοί έξω από την πόλη κοντοστέκονταν για να δουν την πάνοπλη γραμμή των στρατιωτών που χωνόταν στο δάσος. Σε μερικά μάτια έλαμπε η ελπίδα και κάποιοι μουρμούριζαν προσευχές, προσευχές για τους στρατιώτες, για τον εαυτό τους, πριν στρίψουν πάλι νότια με βαρύ βήμα.

Η πιο μικρή φάλαγγα έβγαινε από την Πύλη της Μαλκίρ. Πίσω ήταν μερικοί που θα έμεναν, στρατιώτες και μερικοί ηλικιωμένοι, που οι γυναίκες τους είχαν πεθάνει και τα παιδιά τους ακολουθούσαν τον αργό δρόμο προς το νότο. Μια τελευταία χούφτα, έτσι ώστε ό,τι κι αν συνέβαινε στο Πέρασμα του Τάργουιν, το Φαλ Ντάρα δεν θα έπεφτε ανυπεράσπιστο. Μπροστά ήταν η Γκρίζα Κουκουβάγια του Ίνγκταρ, αλλά στο βορρά τους οδηγούσε η Μουαραίν. Ήταν η πιο σημαντική φάλαγγα και η πιο απελπισμένη.