Выбрать главу

Ταξίδευαν μια ώρα από τη στιγμή που είχαν περάσει το σημάδι των συνόρων και τίποτα δεν είχε αλλάξει στη γη και στο δάσος γύρω τους. Ο Πρόμαχος τους είχε βάλει να προχωρούν με γοργό βήμα, όσο μπορούσαν να αντέξουν τα άλογα, όμως ο Ραντ αναρωτιόταν πότε θα έφταναν στη Μάστιγα. Οι λόφοι ψήλωσαν λιγάκι, αλλά τα δέντρα και τα αναρριχητικά και η χαμηλή βλάστηση ήταν όπως και στη Σίναρ, τα πάντα γκρίζα και άφυλλα. Αρχισε να ζεσταίνεται, τόσο που ακούμπησε το μανδύα του στο μπροστάρι της σέλας.

“Είναι ο καλύτερος καιρός που είχαμε φέτος”, είπε η Εγκουέν, βγάζοντας κι αυτή το μανδύα της.

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι της και έσμιξε τα φρύδια, σαν να άκουγε τον αέρα. “Έχει κάτι λάθος”.

Ο Ραντ ένευσε. Κι αυτός το ένιωθε, αν και δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε. Το λάθος δεν ήταν που για πρώτη φορά φέτος ένιωθε ζέστη· ήταν κάτι παραπάνω από το απλό γεγονός ότι δεν έπρεπε να κάνει τέτοια ζέστη τόσο βόρεια. Πρέπει να ήταν η Μάστιγα, μα η γη ήταν ίδια.

Ο ήλιος σκαρφάλωσε ψηλά, μια κόκκινη μπάλα που δεν μπορούσε να δίνει τόση ζέστη, έστω και με ανέφελο ουρανό. Λίγο αργότερα ο Ραντ ξεκούμπωσε το παλτό του. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του.

Δεν ήταν ο μόνος. Κι ο Ματ έβγαλε το παλτό του, δείχνοντας φανερά το χρυσό εγχειρίδιο με το ρουμπίνι και σκούπισε το πρόσωπό του με την άκρη του κασκόλ του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξανατύλιξε το κασκόλ πάνω από τα μάτια του. Η Νυνάβε και η Εγκουέν έκαναν αέρα· κάθονταν καμπουριασμένες στα άλογα, σαν να μαραίνονταν. Ο Λόιαλ άνοιξε την τουνίκα του με το ψηλό κολάρο, όπως και το πουκάμισό του· ο Ογκιρανός είχε μια στενή λωρίδα τριχών ψηλά στη μέση του στήθους του, πυκνές σαν γούνα. Ζήτησε, μουρμουρίζοντας, συγνώμη απ’ όλους.

“Πρέπει να με συγχωρήσετε. Το Στέντιγκ Σανγκτάι είναι στα βουνά και κάνει δροσιά”. Τα πλατιά ρουθούνια του ανοιγόκλειναν, ρουφώντας αέρα, που λεπτό με το λεπτό γινόταν όλο και πιο ζεστός. “Δεν μου αρέσει αυτή η ζέστη και η υγρασία”.

Ο Ραντ κατάλαβε ότι πραγματικά υπήρχε υγρασία. Ήταν σαν το Βαλτοτόπι το κατακαλόκαιρο, στους Δύο Ποταμούς. Σε κείνο το βάλτο ανάσαινες σαν να ήσουν τυλιγμένος με μάλλινη κουβέρτα μουσκεμένη με ζεστό νερό. Εδώ το έδαφος δεν ήταν υγρό —υπήρχαν μόνο μερικές λιμνούλες και ρυάκια, που φάνταζαν σταγόνες σε κάποιον που είχε συνηθίσει το Νεροδάσος— αλλά ο αέρας ήταν όπως στο Βαλτοτόπι. Μόνο ο Πέριν, που φορούσε ακόμα το παλτό του, ανάσαινε εύκολα. Ο Πέριν και ο Πρόμαχος.

Υπήρχαν τώρα μερικά φύλλα σε φυτά που δεν ήταν αειθαλή. Ο Ραντ άπλωσε το χέρι να αγγίξει ένα κλαράκι και σταμάτησε λίγο πριν πιάσει τα φύλλα. Τα καινούργια βλαστάρια είχαν αρρωστημένες κίτρινες πιτσιλιές σε κόκκινο φόντο και μαύρα στίγματα, σαν κάποια αρρώστια.

“Σας είπα να μην αγγίξετε τίποτα”. Η φωνή του Πρόμαχου ήταν ανέκφραστη. Ακόμα φορούσε το μανδύα που άλλαζε χρώματα, σαν να μην τον άγγιζε η ζέστη ή το κρύο· το γεμάτο σκληρές γωνίες πρόσωπό του σχεδόν έμοιαζε να αιωρείται χωρίς κορμό πάνω από τη ράχη του Μαντάρμπ. “Στη Μάστιγα τα λουλούδια μπορούν να σε σκοτώσουν και τα φύλλα να σε σακατέψουν. Υπάρχει ένα πραγματάκι που λέγεται Κλωνί, που του αρέσει να κρύβεται εκεί που τα φύλλα είναι πιο πυκνά, μοιάζοντας με τ’ όνομά του, περιμένοντας κάτι να το αγγίξει. Όταν κάτι το αγγίξει, δαγκώνει. Όχι με δηλητήριο. Ο χυμός αρχίζει να χωνεύει το λεία του Κλωνιού. Το μόνο που μπορεί να σε σώσει είναι να κόψεις το χέρι ή το πόδι που είναι η δαγκωματιά. Αλλά το Κλωνί δεν σε δαγκώνει, παρά μόνο αν το αγγίξεις. Αντίθετα από άλλα πράγματα στη Μάστιγα”.

Ο Ραντ τράβηξε απότομα το χέρι του, αφήνοντας τα φύλλα απείραχτα, σκουπίζοντάς το στο παντελόνι του.

“Είμαστε λοιπόν στη Μάστιγα;” είπε ο Πέριν. Κατά παράξενο τρόπο, δεν φαινόταν φοβισμένος.

“Στα όριά της”, είπε βλοσυρά ο Λαν. Το άλογό του συνέχισε το δρόμο του και ο Πρόμαχος μίλησε πάνω από τον ώμο του. “Η πραγματική Μάστιγα είναι ακόμα μπροστά. Υπάρχουν πράγματα στη Μάστιγα που κυνηγούν με τον ήχο και ίσως μερικά να κατέβηκαν κατά τύχη ως εδώ. Μερικές φορές περνούν τα Όρη του Χαμού. Είναι πολύ χειρότερα από τα Κλωνιά. Κάντε ησυχία και μην καθυστερείτε, αν αγαπάτε τη ζωή σας”. Συνέχισε να τους οδηγεί με γοργό ρυθμό, χωρίς να περιμένει απάντηση.

Μίλι το μίλι, η σήψη της Μάστιγας γινόταν όλο και πιο εμφανής. Υπήρχαν περισσότερα φύλλα στα δέντρα, αλλά ήταν γεμάτα κίτρινους και μαύρους λεκέδες και στίγματα, με κατακόκκινες ραβδώσεις, σαν φαρμακωμένο αίμα. Όλα τα φύλλα και τα αναρριχητικά έμοιαζαν πρησμένα, έτοιμα να σκάσουν μ’ ένα άγγιγμα. Από τα δέντρα και τα χορτάρια κρέμονταν λουλούδια, σε μια παρωδία άνοιξης, σαρκώδη και με αρρωστημένο ασπροκίτρινο χρώμα, κερένια πράγματα, που έμοιαζαν να σαπίζουν μπροστά στο βλέμμα του Ραντ. Όταν ανάσανε από τη μύτη, η γλυκερή δυσοσμία της σαπίλας, βαριά και πυκνή, τον έκανε να αναγουλιάσει· κι όταν προσπάθησε να ανασάνει από το στόμα, στραβοκατάπιε και παραλίγο θα πνιγόταν. Ο αέρας είχε γεύση χαλασμένου κρέατος. Οι οπλές των αλόγων έκαναν έναν απαλό πλατσουριστό ήχο, καθώς σάπια, παραγινωμένα πράγματα άνοιγαν με το πάτημά τους.