Ο Ματ έγειρε από τη σέλα και έκανε εμετό, ώσπου άδειασε το στομάχι του. Ο Ραντ αναζήτησε το κενό, αλλά η γαλήνη δεν τον βοηθούσε μ’ αυτή την καυτή χολή που ανέβαινε ως το στόμα του. Ο Ματ ξαναπροσπάθησε να κάνει εμετό ένα μίλι αργότερα, παρά το άδειο στομάχι του και δεν έβγαλε τίποτα, αλλά ύστερα το ξαναδοκίμασε. Η Εγκουέν έδειχνε κι αυτή να θέλει να κάνει εμετό, καταπίνοντας συνεχώς· το πρόσωπο της Νυνάβε ήταν χλωμό και αποφασισμένο, το στόμα της σφιγμένο και το βλέμμα της καρφωμένο στην πλάτη της Μουαραίν. Η Σοφία δεν θα παραδεχόταν ότι ένιωθε άρρωστη, αν δεν το παραδεχόταν πρώτη η Άες Σεντάι, αλλά του Ραντ του φαινόταν ότι αυτό δεν θα αργούσε. Τα μάτια της Μουαραίν ήταν τραβηγμένα και τα χείλη της χλωμά.
Παρά τη ζέστη και την υγρασία, ο Λόιαλ τύλιξε το κασκόλ του γύρω από τη μύτη και το στόμα του. Όταν αντάμωσε το βλέμμα του Ραντ, η οργή και η αηδία του Ογκιρανού ήταν ολοφάνερες στα μάτια του. “Είχα ακούσει—” άρχισε να λέει, με φωνή πνιγμένη πίσω από το μάλλινο ύφασμα και μετά σταμάτησε για να ξεροβήξει με μια γκριμάτσα. “Φτου! Έχει γεύση σαν... Φτου! Είχα ακούσει και διαβάσει για τη Μάστιγα, αλλά τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει...” Η χειρονομία του, κατά κάποιον τρόπο, συμπεριέλαβε και τη μυρωδιά όμως και τη βλάστηση που αρρώσταινε το βλέμμα. “Μα να το κάνει αυτό στα δέντρα, έστω κι αν είναι ο Σκοτεινός! Φτου!”
Ο Πρόμαχος είχε μείνει ανέγγιχτος, φυσικά, τουλάχιστον απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ, αλλά, προς έκπληξη του, το ίδιο συνέβαινε και με τον Πέριν. Ή, μάλλον, όλα αυτά δεν τον άγγιζαν όπως τους υπόλοιπους. Ο μεγαλόσωμος νεαρός αγριοκοίταζε το φαύλο δάσος απ’ όπου περνούσαν, σαν να έβλεπε εχθρό, ή το λάβαρο εχθρού. Χάιδευε το τσεκούρι στη μέση του, σαν να μην αντιλαμβανόταν τι έκανε και μουρμούριζε μόνος του, σχεδόν γρυλίζοντας, με τρόπο που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του Ραντ να σηκωθούν όρθιες. Ακόμα και στο δυνατό φως του ήλιου, τα μάτια του έλαμπαν, χρυσά και λυσσασμένα.
Όταν ο κατακόκκινος ήλιος άρχισε να χαμηλώνει, η ζέστη δεν υποχώρησε. Στο βάθος, προς το βορρά, υψώθηκαν βουνά, ψηλότερα από τα Όρη της Ομίχλης, κατάμαυρα κόντρα στον ουρανό. Μερικές φορές ένας παγερός άνεμος από τις κοφτερές κορφές φυσούσε δυνατά και έφτανε στην ομάδα τους. Η πνιγηρή υγρασία απορροφούσε την περισσότερη ψύχρα του βουνού, αυτό όμως που απέμενε ήταν σαν χειμωνιάτικο ψύχος, σε σύγκριση με την ασφυκτική θέρμη που υπήρχε πριν, έστω και για μια στιγμή. Ο ιδρώτας στο μέτωπο του Ραντ έμοιαζε να γίνεται χάντρες από πάγο· καθώς ο άνεμος έσβηνε, οι χάντρες έλιωναν πάλι και κυλούσαν με θυμωμένα ποτάμια στα μάγουλά του και η πηχτή ζέστη ξαναγυρνούσε, μοιάζοντας χειρότερη από πριν. Τη στιγμή που ο άνεμος τους αγκάλιαζε, παρέσυρε μακριά τη δυσωδία, αλλά ο Ραντ θα άντεχε και χωρίς αυτό. Το κρύο είχε την παγωνιά του τάφου και έφερνε μαζί του τη χωμάτινη οσμή κλεισούρας ενός παλιού τάφου, που μόλις τον είχαν ξανανοίξει.
“Δεν μπορούμε να φτάσουμε στα βουνά πριν νυχτώσει”, είπε ο Λαν, “και είναι επικίνδυνο να κινείται κανείς τη νύχτα, ακόμα κι αν είναι ένας Πρόμαχος μόνος του”.
“Υπάρχει ένα μέρος εδώ κοντά”, είπε η Μουαραίν. “Θα είναι καλός οιωνός να στρατοπεδεύσουμε εκεί”.
Ο Πρόμαχος την κοίταξε ανέκφραστα κι έπειτα ένευσε απρόθυμα. “Ναι. Κάπου πρέπει να κατασκηνώσουμε. Ας είναι εκεί”.
“Ο Οφθαλμός του Κόσμου ήταν πέρα από τα ψηλά περάσματα όταν τον βρήκα”, είπε η Μουαραίν. “Καλύτερα να διασχίσουμε τα Όρη του Χαμού με το φως της μέρας, το καταμεσήμερο, όταν οι δυνάμεις του Σκοτεινού σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ασθενέστερες”.
“Μιλάς σαν να μην είναι ο Οφθαλμός πάντα στο ίδιο μέρος”. Η Εγκουέν είχε μιλήσει στην Άες Σεντάι, αλλά απάντησε ο Λόιαλ.
“Δεν υπάρχουν δύο Ογκιρανοί που να το έχουν βρει ακριβώς στο ίδιο μέρος. Ο θαλερός μοιάζει να βρίσκεται όταν κάποιος έχει ανάγκη. Αλλά πάντα είναι πέρα από τα ψηλά περάσματα. Είναι επικίνδυνα κι εκεί τριγυρνούν πλάσματα του Σκοτεινού”.
“Ας φτάσουμε πρώτα στα περάσματα και μετά ανησυχούμε γι’ αυτά”, είπε ο Λαν. “Αύριο θα είμαστε πραγματικά στη Μάστιγα”.
Ο Ραντ κοίταξε το δάσος γύρω του, μ’ όλα τα φύλλα και τα λουλούδια αρρωστημένα, μ’ όλα τα αναρριχητικά να σαπίζουν την ίδια στιγμή που φύτρωναν και, άθελά του, τρεμούλιασε. Αν δεν είναι αυτή η πραγματική Μάστιγα, ποια είναι;
Ο Λαν τους έστρεψε προς τα δυτικά, υπό γωνία με τον ήλιο που έδυε. Ο Πρόμαχος κρατούσε το ρυθμό που είχε από πριν, αλλά τώρα το σφίξιμο των ώμων του έδειχνε απροθυμία.