Выбрать главу

Ο ήλιος ήταν μια βυθισμένη κόκκινη μπάλα, που μόλις άγγιζε τις δεντροκορφές, όταν πέρασαν τη ράχη ενός λόφου και ο Πρόμαχος τράβηξε τα γκέμια. Πιο πέρα, προς τα δυτικά, υπήρχε ένα σύμπλεγμα από λίμνες, με τα νερά τους να λαμπυρίζουν σκοτεινά στις πλαγιασμένες ακτίνες του ήλιου, σαν χάντρες με ποικίλα μεγέθη σ’ ένα κολιέ με πολλά κορδόνια. Στο βάθος, περικυκλωμένοι από τις λίμνες, στέκονταν λόφοι με τραχιές κορυφές, που έμοιαζαν ογκώδεις στις έρπουσες σκιές του δειλινού. Για μια φευγαλέα στιγμή οι ακτίνες του ήλιου χτύπησαν τις συντριμμένες κορφές και του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. Δεν ήταν λόφοι. Ήταν τα τσακισμένα λείψανα επτά πύργων. Δεν ήταν σίγουρος αν το είχαν δει οι άλλοι· η εικόνα χάθηκε εξίσου γοργά. Ο Πρόμαχος ξεπέζευε, με πρόσωπο δίχως κανένα συναίσθημα, σαν πέτρα

“Δεν μπορούμε να στρατοπεδεύσουμε στις λίμνες;” ρώτησε η Νυνάβε, σκουπίζοντας το πρόσωπό της με το μαντήλι της. “Πλάι στο νερό θα πρέπει να δροσίζει λιγάκι”.

“Φως μου”, είπε ο Ματ. “Θα ’θελα να χώσω το κεφάλι μου σε μια λίμνη. Μπορεί να μην το ξανάβγαζα ποτέ”.

Εκείνη τη στιγμή ένας αναβρασμός φάνηκε στα νερά της κοντινότερης λίμνης και το σκοτεινό νερό φωσφόρισε, καθώς ένα πελώριο σώμα κύλησε κάτω από την επιφάνεια. Τμήματα ενός κορμιού, χοντρού σαν ανθρώπινο σώμα, άπλωσαν κυματάκια γύρω τους, κυλώντας, ώσπου στο τέλος εμφανίστηκε μια ουρά, που για μια στιγμή ανέμισε στο σούρουπο ένα κεντρί όμοιο με σφήκας, ψηλά στον αέρα ως πέντε απλωσιές. Σ’ όλο το μήκος εκείνου του κορμού χοντρά πλοκάμια σφάδαζαν σαν πελώρια σκουλήκια, πολυάριθμα, σαν πόδια σαρανταποδαρούσας. Γλίστρησε αργά κάτω από την επιφάνεια και χάθηκε και μόνο τα κυματάκια που καταλάγιαζαν έδειχναν ότι είχε υπάρξει.

Ο Ραντ έκλεισε το στόμα και αντάλλαξε μια ματιά με τον Πέριν. Τα κίτρινα μάτια του Πέριν έδειχναν την ίδια κατάπληξη που πρέπει να έδειχναν και τα δικά του. Σε μια λίμνη τέτοιου μεγέθους δεν μπορούσε να ζει κάτι τόσο μεγάλο. Δεν μπορεί να ήταν χέρια αυτά εκεί στα πλοκάμια. Δεν μπορεί.

“Τώρα που το ξανασκέφτομαι”, είπε ο Ματ ξεψυχισμένα, “κι εδώ μια χαρά μου φαίνεται”.

“Θα βάλω φυλαχτά γύρω από το λόφο”, είπε η Μουαραίν. Είχε ήδη ξεπεζέψει από την Αλντίμπ. “Ένας πραγματικός φραγμός θα τραβούσε την προσοχή εκείνων που δεν θέλουμε, όπως το μέλι τραβά μύγες. Αλλά, αν έρθει σε απόσταση ενός μιλίου πλάσμα του Σκοτεινού, ή ό,τι άλλο υπηρετεί τη Σκιά, θα το καταλάβω”.

“Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν είχαμε το φραγμό”, είπε ο Ματ μόλις οι μπότες του άγγιξαν το έδαφος, “αρκεί να σταματούσε αυτό το... το πλάσμα”.

“Α, κλείσε το στόμα σου, Ματ”, είπε απότομα η Εγκουέν, ενώ την ίδια στιγμή μιλούσε και η Νυνάβε. “Για να μας περιμένουν το πρωί που θα φύγουμε; Δεν έχεις κουκούτσι μυαλό, Μάτριμ”. Ο Ματ αγριοκοίταξε τις δύο γυναίκες καθώς κατέβαιναν, μα δεν έβγαλε άχνα.

Καθώς ο Ραντ έπαιρνε τα χαλινάρια της Μπέλας, αντάλλαξε ένα χαμόγελο με τον Πέριν. Για μια στιγμή ήταν, σχεδόν, σαν να βρίσκονταν στο σπίτι, έτσι που ο Ματ έλεγε κάτι που δε έπρεπε να πει τη χειρότερη στιγμή. Μετά, το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Πέριν στο λυκόφως τα μάτια του πράγματι έλαμπαν, σαν να είχαν ένα κίτρινο φως μέσα τους. Και το χαμόγελο του Ραντ επίσης χάθηκε. Δεν είναι καθόλου σαν ίο σπίτι.

Ο Ραντ και ο Ματ και ο Πέριν βοήθησαν τον Λαν να ξεσελώσει και να πεδικλώσει τα άλογα, ενώ οι άλλοι έστηναν το στρατόπεδό τους. Ο Λόιαλ μουρμούριζε μόνος του, καθώς ετοίμαζε τη μικρή κουζίνα του Προμάχου, αλλά τα χοντρά δάχτυλα του δούλευαν με επιδεξιότητα. Η Εγκουέν σιγοτραγουδούσε, καθώς γέμιζε την τσαγιέρα από ένα γεμάτο φλασκί. Ο Ραντ δεν αναρωτιόταν πια γιατί ο Πρόμαχος είχε επιμείνει να φέρουν τόσα γεμάτα φλασκιά.

Έβγαλε τη σέλα του ντορή του και την έβαλε στη σειρά με τις άλλες, έλυσε τα σακίδια και την κουβέρτα του από το μπροστάρι, γύρισε και τότε σταμάτησε, νιώθοντας το φόβο να τον δαγκώνει. Ο Ογκιρανός και οι γυναίκες είχαν χαθεί. Το ίδιο και η κουζίνα και όλα τα καλάθια του υποζυγίου τους. Η κορφή του λόφου ήταν άδεια και μόνο οι σκιές του σούρουπου υπήρχαν.

Με το χέρι μουδιασμένο προσπάθησε να πιάσει το σπαθί του, ενώ άκουγε αμυδρά τον Ματ να βλαστημά. Ο Πέριν είχε βγάλει το τσεκούρι του και το δασύτριχο κεφάλι του γυρνούσε εδώ κι εκεί για να βρει τον κίνδυνο.

“Βοσκοί”, μουρμούρισε ο Λαν. Ο Πρόμαχος προχώρησε αμέριμνος στην κορυφή του λόφου και με το τρίτο βήμα εξαφανίστηκε.

Οι τρεις νεαροί κοιτάχτηκαν σαστισμένοι και μετά όρμηξαν στο σημείο που είχε εξαφανιστεί ο Λαν. Ξαφνικά ο Ραντ φρενάρισε και έκανε άλλο ένα βήμα, όταν ο Ματ έπεσε στην πλάτη του. Η Εγκουέν, που ακουμπούσε την τσαγιέρα πάνω στην κουζινούλα, σήκωσε το βλέμμα. Η Νυνάβε κατέβαζε το γυαλί της δεύτερης λάμπας που είχαν ανάψει. Ήταν όλοι εκεί· η Μουαραίν καθόταν σταυροπόδι, ο Λαν αναπαυόταν στηριγμένος στον αγκώνα του, ο Λόιαλ είχε βγάλει ένα βιβλίο από το σακίδιό του.