Выбрать главу

Ο Ραντ κοίταξε επιφυλακτικά πίσω του. Η λοφοπλαγιά ήταν όπως πριν, με τα δέντρα τυλιγμένα στις σκιές, τις λίμνες παραπέρα, που βυθιζόταν στο σκοτάδι. Φοβήθηκε να κάνει πίσω, μήπως εξαφανίζονταν ξανά και αυτή τη φορά δεν κατάφερνε να τους βρει. Ο Πέριν τον προσπέρασε και άφησε μια βαθιά ανάσα.

Η Μουαραίν τους πρόσεξε που στέκονταν εκεί χάσκοντας. Ο Πέριν έδειχνε αποκαρδιωμένος και έχωσε το τσεκούρι στη βαριά διχάλα της ζώνη του, σαν να σκεφτόταν ότι ίσως να μην τον πρόσεχαν. Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. “Είναι ένα απλό πραγματάκι”, είπε η Άες Σεντάι, “ένα κύρτωμα, έτσι ώστε ένα μάτι που κοιτάζει προς εμάς, να κοιτάζει γύρω μας. Δεν θέλουμε τα μάτια που είναι εκεί έξω να δουν τα φώτα μας απόψε και η Μάστιγα δεν είναι μέρος για να είσαι στα σκοτεινά”.

“Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι ίσως καταφέρω να το κάνω”, είπε η Εγκουέν, με μάτια που άστραφταν. “Λέει ότι και τώρα μπορώ να χειριστώ αρκετή από τη Μία Δύναμη”.

“Όχι δίχως εκπαίδευση, παιδί μου”, τη συμβούλεψε η Μουαραίν. “Ακόμα και τα πιο απλά πράγματα που αφορούν τη Μία Δύναμη μπορεί να είναι επικίνδυνα για κάποια που δεν είναι εκπαιδευμένη και για όσους είναι γύρω της”. Ο Πέριν ξεφύσηξε και η Εγκουέν έδειξε τόση αμηχανία, που ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήδη δοκίμαζε τις ικανότητες της.

Η Νυνάβε ακούμπησε τη λάμπα κάτω. Μαζί με τη μικρή φλόγα της κουζίνας, οι δύο λάμπες έδιναν άπλετο φως. “Όταν πας στην Ταρ Βάλον, Εγκουέν”, είπε προσεκτικά, “ίσως να έρθω μαζί σου”. Κατά παράξενο τρόπο, κοίταξε τη Μουαραίν συνεσταλμένα. “Θα της κάνει καλό να βλέπει ένα γνώριμο πρόσωπο ανάμεσα σε ξένους. Θα χρειάζεται κάποιον να τη συμβουλεύει, πέρα από τις Άες Σεντάι”.

“Ίσως έτσι να είναι καλύτερα, Σοφία”, είπε η Μουαραίν απλά.

Η Εγκουέν γέλασε και χτύπησε παλαμάκια. “Α, μα θα είναι υπέροχο. Κι εσύ, Ραντ. Θα έρθεις κι εσύ, ε;” Ο Ραντ, εκεί που χαμήλωνε για να καθίσει απέναντι της πέρα από την κουζίνα, πάγωσε στον αέρα, και μετά χαμήλωσε αργά. Του φαινόταν πως τα μάτια της ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερα, ή λαμπρότερα, ίδια με λιμνούλες όπου μπορούσε να χαθεί. Ένα κοκκίνισμα φάνηκε στα μάγουλα της και γέλασε πιο αδύναμα. “Πέριν, Ματ, θα έρθετε κι εσείς οι δύο, ε; Θα είμαστε όλοι μαζί”. Ο Ματ άφησε ένα γρύλισμα, που μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε και ο Πέριν απλώς σήκωσε τους ώμους, αλλά η Εγκουέν το πήρε για συμφωνία. “Βλέπεις, Ραντ. Θα είμαστε όλοι μαζί”.

Φως μου, αν πνιγόταν κανείς σ’ αυτά τα μάτια θα ’ταν ευτυχισμένος. Νιώθοντας ντροπή, ξερόβηξε. “Έχουν πρόβατα στην Ταρ Βάλον; Μόνο αυτά ξέρω να κάνω, να βόσκω πρόβατα και να καλλιεργώ ταμπάκ”.

“Πιστεύω”, είπε η Μουαραίν, “ότι μπορώ να βρω κάτι να κάνετε στην Ταρ Βάλον, όλοι σας. Όχι να βόσκετε πρόβατα, ίσως, αλλά κάτι που θα βρείτε ενδιαφέρον”.

“Ναι”, είπε η Εγκουέν, σαν να είχε λήξει το ζήτημα. “Το ξέρω. Θα σε κάνω Πρόμαχό μου όταν γίνω Άες Σεντάι. Θα σου άρεσε να είσαι Πρόμαχος, ε; Ο δικός μου Πρόμαχος;” Φαινόταν σίγουρη, αλλά ο Ραντ είδε την ερώτηση στα μάτια της. Ήθελε μια απάντηση, χρειαζόταν μια απάντηση.

“θα μου άρεσε να γίνω ο Πρόμαχος σου”, της είπε. Δεν είναι για σένα, ούτε εσύ γι’ αυτήν. Ήταν ανάγκη να μου το πει η Μιν;

Το σκοτάδι έπεσε βαρύ και όλοι ήταν κουρασμένοι. Ο Λόιαλ ήταν ο πρώτος που γύρισε και ετοιμάστηκε για ύπνο, αλλά οι άλλοι σύντομα τον ακολούθησαν. Κανένας δεν χρησιμοποίησε κουβέρτα, μόνο μαξιλάρι. Η Μουαραίν είχε βάλει κάτι στο λάδι που έκαιγαν οι λάμπες, το οποίο έδιωχνε τη βρώμα της Μάστιγας από την κορφή του λόφου, αλλά τίποτα δεν απάλυνε την κάψα. Το φεγγάρι έριχνε ένα τρεμουλιαστό, θαμπό φως, αλλά η νύχτα δεν θα ήταν λιγότερο δροσερή αν πάνω ήταν ο ήλιος στο ζενίθ του.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ακόμα και με την Άες Σεντάι ξαπλωμένη λιγότερο από μια απλωσιά πιο πέρα για να προστατεύει τα όνειρά του. Αυτό που τον κρατούσε ξυπνητό ήταν ο πηχτός αέρας. Τα απαλά ροχαλητά του Λόιαλ ήταν ένας βορβορυγμός, που μπροστά τους το ροχαλητό του Πέριν ήταν ανύπαρκτο, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τους άλλους να αποκοιμηθούν Ο Πρόμαχος ήταν ακόμα ξύπνιος και καθόταν λίγο παραπέρα, με το σπαθί στα γόνατά του, παρακολουθώντας τη νύχτα. Προς έκπληξη του Ραντ και η Νυνάβε ήταν ξυπνητή.

Η Σοφία κοίταξε γι’ αρκετή ώρα τον Λαν σιωπηλά, ύστερα έβαλε ένα φλιτζάνι τσάι και του το πήγε. Όταν εκείνος άπλωσε το χέρι μουρμουρίζοντας ευχαριστώ, η Νυνάβε δεν τράβηξε αμέσως το δικό της. “Έπρεπε να καταλάβω ότι ήσουν βασιλιάς”, του είπε με χαμηλή φωνή. Τα μάτια της κοίταζαν σταθερά το πρόσωπο του Πρόμαχου, αλλά η φωνή της έτρεμε λιγάκι.