Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα, νιώθοντας λύπη που έχανε τη Νύχτα του Χειμώνα στο Πεδίο του Έμοντ. Αλλά ο Ταμ είχε δίκιο. Στο αγρόκτημα οι δουλειές ποτέ δεν είχαν τελειωμό· μόλις ξεμπέρδευες από τη μια, έπρεπε να καταπιαστείς με άλλες δυο. Ο Ραντ δίστασε στην αρχή, αλλά δεν άφησε το τόξο και τη φαρέτρα του. Αν εμφανιζόταν ο μαύρος καβαλάρης, δεν σκόπευε να τον αντιμετωπίσει μόνο με φτυάρι.
Στην αρχή έβαλε την Μπέλα στον αχυρώνα. Όταν την ξέζεψε και την έβαλε στο χώρισμα της, πλάι στη θέση της αγελάδας, έβαλε το μανδύα του και σκούπισε το τρίχωμά της με ξερό άχυρο κι έπειτα τη βούρτσισε με δυο βούρτσες. Ανέβηκε στο πατάρι από τη στενή σκάλα και έριξε κάτω σανό για να φάει το ζώο. Της έφερε και μια φτυαριά βρώμη, παρ’ όλο που δεν είχε μείνει πολλή και ίσως να ξέμεναν, αν δεν ζέσταινε ο καιρός. Την αγελάδα την είχαν αρμέξει το πρωί και είχε βγάλει το ένα τέταρτο από τη συνηθισμένη της ποσότητα· έμοιαζε να στερεύει όσο τραβούσε ο χειμώνας.
Είχε αφήσει αρκετή τροφή στα πρόβατα για να τους φτάσει για δύο μέρες ―θα έπρεπε να τα είχε βγάλει στο λιβάδι αυτή την ώρα, αλλά το λιβάδι δεν είχε αρκετό γρασίδι για να τιμήσει το όνομά του — όμως γέμισε την ποτίστρα τους. Επίσης, τα αυγά ήθελαν μάζεμα. Ήταν μόνο τρία. Οι κότες έμοιαζαν να τα κρύβουν όλο και πιο έξυπνα.
Είχε πάρει μια τσάπα και ήταν στο λαχανόκηπο, όταν ο Ταμ βγήκε και κάθισε σε έναν πάγκο μπροστά στον αχυρώνα για να επισκευάσει τα χάμουρα, ακουμπώντας το δόρυ πίσω του. Ο Ραντ ένιωσε καλύτερα, επειδή το τόξο του βρισκόταν στο μανδύα του, ένα βήμα πίσω του.
Ελάχιστα φυτά είχαν προβάλει από το χώμα, αλλά κι απ’ αυτά τα πιο πολλά ήταν χορτάρια. Τα λάχανα ήταν λειψά, μόνο κάτι κορφές φαίνονταν από τα φασόλια και τα μπιζέλια και δεν υπήρχε ίχνος από τα παντζάρια. Όχι πως τα είχαν βάλει όλα, φυσικά· μόνο ένα μέρος τους είχαν φυτέψει, ελπίζοντας ότι το κρύο θα σταματούσε κάποια στιγμή, ώστε να έχουν λίγη σοδειά, πριν αδειάσει το κελάρι. Δεν άργησε να τελειώσει το τσάπισμα, κάτι που άλλες χρονιές θα τον βόλευε, αλλά τώρα αναρωτήθηκε τι θα έκαναν, αν φέτος δεν φύτρωνε τίποτα. Η σκέψη δεν ήταν ευχάριστη. Και, επίσης, είχε να κόψει ξύλα.
Του Ραντ του φαινόταν πως, χρόνια τώρα, έκανε ασταμάτητα αυτή τη δουλειά. Αλλά δεν θα ζέσταινε το σπίτι μόνο με τα παράπονα κι έτσι έφερε το τσεκούρι, στήριξε το τόξο και τη φαρέτρα του κοντά στο κούτσουρο που χρησιμοποιούσε για να κόβει τα ξύλα και έπιασε δουλειά. Ξύλο από πεύκα για μια γρήγορη και ζεστή φωτιά και από βαλανιδιά για να κρατάει. Δεν άργησε να ζεσταθεί κι άφησε δίπλα το παλτό του. Όταν ο σωρός των ξύλων ψήλωσε, τα πήρε και τα στοίβαξε στον τοίχο του σπιτιού, δίπλα σε άλλες στοίβες που ήταν ήδη εκεί. Οι περισσότερες έφταναν ψηλά, ως το πρόστεγο. Συνήθως, τέτοια εποχή του χρόνου τους είχαν μείνει λίγα μόνο ξύλα, αλλά όχι φέτος. Έκοβε και στοίβαζε, έκοβε και στοίβαζε και τον απορρόφησαν ο ρυθμός του τσεκουριού και οι κινήσεις που έκανε για να στοιβάζει τα ξύλα. Το χέρι του Ταμ στον ώμο του τον ξανάφερε πίσω και, για μια στιγμή, ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος.
Είχε έρθει το γκρίζο σούρουπο όσο δούλευε και ήδη κόντευε να νυχτώσει για τα καλά. Η πανσέληνος βρισκόταν ψηλά, πάνω από τις κορυφές των δέντρων και τρεμόπαιζε λευκή και πελώρια, λες και θα ’πεφτε στα κεφάλια τους. Ο άνεμος είχε ψυχράνει κι αυτός χωρίς να τον προσέξει και τα ακανόνιστα σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, που σκοτείνιαζε.
“Ας πλυθούμε, παλικάρι μου και μετά πάμε να φάμε. Έφερα νερό, να κάνουμε ένα ζεστό μπάνιο προτού κοιμηθούμε”.
“Ό,τι πρέπει”, είπε ο Ραντ, άρπαξε το μανδύα και τον έριξε στους ώμους του. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει το πουκάμισο του και ο άνεμος, που τον είχε ξεχάσει με τη ζέστη που ένιωθε δουλεύοντας το τσεκούρι, προσπάθησε να τον παγώσει, τώρα που ο Ραντ είχε σταματήσει τη δουλειά. Έπνιξε ένα χασμουρητό τρέμοντας, καθώς μάζευε τα πράγματά του. “Και μετά ύπνος. Μπορεί να κοιμάμαι μέχρι να τελειώσει η Γιορτή”.
“Έχεις όρεξη για ένα στοιχηματάκι;” Ο Ταμ χαμογέλασε και ο Ραντ δεν κρατήθηκε και του χαμογέλασε πλατιά κι αυτός. Δεν θα έχανε το Μπελ Τάιν, ακόμα κι αν είχε περάσει μια βδομάδα άυπνος. Κανένας δεν θα το έχανε.
Ο Ταμ το είχε παρακάνει με τα κεριά και στο μεγάλο πέτρινο τζάκι τριζοβολούσε η φωτιά κι έτσι το κεντρικό δωμάτιο είχε μια ζεστή, κεφάτη ατμόσφαιρα. Το κύριο χαρακτηριστικό του δωματίου, εκτός από το τζάκι, ήταν ένα φαρδύ δρύινο τραπέζι, τόσο μακρύ που χωρούσαν δέκα άνθρωποι, το λιγότερο, αν και σπάνια μαζεύονταν τόσοι μετά από το θάνατο της μητέρας του Ραντ. Στους τοίχους υπήρχαν μερικά ντουλάπια και σεντούκια, που τα περισσότερα τα είχε φτιάξει με μαστοριά ο ίδιος ο Ταμ και καρέκλες με ψηλή πλάτη βρισκόταν γύρω από το τραπέζι. Η καρέκλα με τα μαξιλάρια, που ο Ταμ ονόμαζε καρέκλα για διάβασμα, ήταν βαλμένη λοξά μπροστά στις φλόγες. Ο Ραντ προτιμούσε να διαβάζει ξαπλωμένος στο χαλί, μπροστά στη φωτιά. Το ράφι των βιβλίων κοντά στην πόρτα δεν ήταν τόσο μακρύ όσο το άλλο, στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, αλλά δύσκολα έβρισκες βιβλία. Ελάχιστοι πραματευτές έφερναν πάνω από πεντ’ έξι κι αυτά έπρεπε να περάσουν με τη σειρά απ’ όσους τα ήθελαν.