Выбрать главу

Ο Λαν την κοίταζε κι αυτός με την ίδια ένταση. Του Ραντ του φάνηκε πως το πρόσωπο του Πρόμαχου είχε μαλακώσει κάπως. “Δεν είμαι βασιλιάς, Νυνάβε. Απλώς ένας άνδρας. Ένας άνδρας που δεν έχει τίποτα δικό του, ούτε μια σπιθαμή γης που έχει και ο πιο απλός αγρότης”.

Η φωνή της Νυνάβε ακούστηκε πιο σίγουρη. “Μερικές γυναίκες δεν ζητούν Χωράφια ή χρυσάφι. Μονάχα τον άνδρα”.

“Και ο άνδρας που θα ζητούσε από κάποια να δεχθεί τόσα λίγα δεν θα της άξιζε. Είσαι θαυμαστή γυναίκα, πανέμορφη σαν την ανατολή, άγρια σαν πολεμίστρια. Είσαι μια λιονταρίνα, Σοφία”.

“Οι Σοφίες σπάνια παντρεύονται”. Κοντοστάθηκε για να ανασάνει βαθιά, σαν να μάζευε το κουράγιο της. “Αλλά, αν πάω στην Ταρ Βάλον, ίσως να γίνω κάτι άλλο πέρα από Σοφία”,

“Οι Άες Σεντάι παντρεύονται εξίσου σπάνια όσο οι Σοφίες. Λίγοι άνδρες μπορούν να συμβιώσουν με μια σύζυγο που έχει τόση δύναμη ώστε θα φαντάζουν ασήμαντοι μπροστά στη λάμψη της, είτε το θέλει είτε όχι”.

“Μερικοί άνδρες είναι αρκετά δυνατοί. Ξέρω έναν”. Αν μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία, το βλέμμα της έδειχνε πεντακάθαρα ποιον εννοούσε.

“Το μόνο που έχω είναι ένα σπαθί και ένας πόλεμος που δεν μπορώ να κερδίσω, αλλά ποτέ δεν θα πάψω να μάχομαι”.

“Σου είπα ότι δεν με νοιάζουν καθόλου αυτά. Μα το Φως, με έκανες να πω περισσότερα απ’ όσα είναι το πρέπον. Θα με αναγκάσεις να ντροπιαστώ κάνοντάς με να σε ρωτήσω;”

“Ποτέ δεν θα σε ντροπιάσω”. Ο απαλός τόνος, σαν χάδι, ήταν αταίριαστος με τη φωνή του Πρόμαχου, έτσι φάνηκε στον Ραντ, αλλά τα μάτια της Νυνάβε έλαμψαν. “Θα μισήσω τον άνδρα που θα αγαπήσεις, επειδή δεν θα είναι εγώ, και θα τον αγαπήσω, αν σε κάνει να χαμογελάς. Καμία γυναίκα δεν αξίζει να ξέρει με βεβαιότητα ότι το γαμήλιο δώρο της θα είναι τα μαύρα ρούχα της χηρείας κι εσύ λιγότερο απ’ όλες”. Άφησε το φλιτζάνι του στο χώμα χωρίς να έχει πιει ούτε γουλιά. “Πρέπει να κοιτάξω τα άλογα”.

Η Νυνάβε έμεινε εκεί, γονατιστή, όταν εκείνος έφυγε.

Ο Ραντ έκλεισε τα μάτια κι ας μην του ερχόταν ύπνος. Σκεφτόταν πως της Σοφίας δεν θα της άρεσε να την δει να κλαίει.

49

Ο Σκοτεινός Σαλεύει

Η αυγή ξύπνησε τον Ραντ απότομα, με τον σκυθρωπό ήλιο να τρυπά τα βλέφαρά του, καθώς ξεμύτιζε απρόθυμα πάνω από τις δεντροκορφές της Μάστιγας. Αν και ήταν τόσο νωρίς, η ζέστη τύλιγε τη χαλασμένη χώρα σαν βαριά κουβέρτα. Ο Ραντ έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα, με το κεφάλι στην τυλιγμένη κουβέρτα του που είχε για μαξιλάρι, ατενίζοντας τον ουρανό. Ο ουρανός ήταν ακόμα γαλανός. Ακόμα κι εδώ, αυτό, τουλάχιστον, έμενε απείραχτο.

Ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι είχε κοιμηθεί. Για ένα λεπτό, η αμυδρή ανάμνηση κάποιας συζήτησης που είχε ακούσει του φάνηκε ότι ήταν από κάποιο όνειρο. Μετά είδε τα κοκκινισμένα μάτια της Νυνάβε· προφανώς, εκείνη δεν είχε κοιμηθεί. Το πρόσωπο του Λαν ήταν πιο σκληρό από ποτέ, σαν να είχε ξαναφορέσει μια μάσκα και δεν σκόπευε να την ξαναβγάλει ποτέ.

Η Εγκουέν πλησίασε τη Σοφία και γονάτισε πλάι της, με μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο. Ο Ραντ δεν μπορούσε γα ακούσει τι έλεγαν. Η Εγκουέν μίλησε και η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Η Εγκουέν είπε κάτι άλλο και η Σοφία κούνησε το χέρι απορριπτικά. Αντί να φύγει η Εγκουέν, έσκυψε πιο κοντά και για μερικά λεπτά οι δύο γυναίκες συνέχισαν να μιλούν ακόμα πιο χαμηλόφωνα, ενώ η Νυνάβε ακόμα κουνούσε το κεφάλι. Η Σοφία έδωσε τέλος μ’ ένα γέλιο, αγκαλιάζοντας την Εγκουέν και, όπως έδειχνε η έκφραση της, μιλώντας της παρηγορητικά. Όταν όμως η Εγκουέν σηκώθηκε, αγριοκοίταξε τον Πρόμαχο. Ο Λαν δεν φάνηκε να την προσέχει· δεν κοίταζε καθόλου προς το μέρος της Νυνάβε.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, μάζεψε τα πράγματά του και έπλυνε βιαστικά τα χέρια και το πρόσωπο και τα δόντια με το λίγο νερό που τους επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν γι’ αυτό το σκοπό ο Λαν. Αναρωτήθηκε αν οι γυναίκες είχαν τρόπο να διαβάζουν το νου των ανδρών. Ήταν μια σκέψη που σ’ έβαζε σε ανησυχία. Όλες οι γυναίκες είναι Άες Σεντάι. Σκέφτηκε πως άφηνε τη Μάστιγα να τον επηρεάσει, ξέπλυνε το στόμα του και έτρεξε να σελώσει το ντορή του.

Ο τρόπος που εξαφανίστηκε το στρατόπεδό τους, πριν ο Ραντ φτάσει στα άλογα, τον έκανε να νιώσει ταραχή, αλλά, όταν τελείωσε και έδενε το λουρί της σέλας, όσα υπήρχαν στο λόφο ξαναφάνηκαν, σαν να είχε ανοίξει τα μάτια του. Όλοι ετοιμάζονταν βιαστικά.

Οι επτά πύργοι ήταν ολοφάνεροι στο πρωινό φως, μακρινά σπασμένα κούτσουρα, όμοια με πελώριους τραχιούς λόφους, που απλώς θύμιζαν το μεγαλείο που είχε χαθεί. Οι εκατό λίμνες έδειχναν ένα λείο, απείραχτο γαλάζιο. Τίποτα δεν έσπαζε την επιφάνειά τους αυτό το πρωί. Όταν ο Ραντ κοίταζε τις λίμνες και τους γκρεμισμένους πύργους, σχεδόν μπορούσε να αγνοήσει τα αρρωστημένα πράγματα που φύτρωναν γύρω από το λόφο. Ο Λαν δεν φαινόταν να αποφεύγει να κοιτάζει τους πύργους, όπως και δεν έμοιαζε να αποφεύγει τη Νυνάβε, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, το βλέμμα του κοίταζε πάντα αλλού και ήταν συγκεντρωμένος στις προετοιμασίες για την αναχώρηση τους.