Όταν έδεσαν τα κοφινια στο υποζύγιο τους, όταν καθάρισαν τα σκουπίδια και τα ίχνη τους και όλοι είχαν ανέβει στα άλογα, η Άες Σεντάι στάθηκε στην κορυφή του λόφου με τα μάτια κλειστά, χωρίς καν να δείχνει ότι ανάσαινε. Απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ, δεν συνέβαινε τίποτα, αν και η Νυνάβε και η Εγκουέν ένιωθαν ανατριχίλα παρά τη ζέστη και έτριβαν τα χέρια τους δυνατά. Ξαφνικά τα χέρια της Εγκουέν έμειναν ακίνητα στα μπράτσα της και άνοιξε το στόμα, κοιτάζοντας τη Σοφία. Πριν προλάβει να μιλήσει, και η Νυνάβε επίσης, σταμάτησε να τρίβεται και την κοίταξε με ένταση. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και μετά η Εγκουέν ένευσε και χαμογέλασε πλατιά, κατόπιν και η Νυνάβε έκανε το ίδιο, αν και το χαμόγελο της ήταν διστακτικό.
Ο Ραντ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του, που ήδη ήταν πιο υγρά από τον ιδρώτα παρά από το νερό με το οποίο είχε πλυθεί. Ήταν βέβαιος πως σ’ αυτή τη σιωπηλή συνομιλία υπήρχε κάτι που έπρεπε να το είχε καταλάβει, αλλά η απαλή σαν πούπουλο σκέψη που χάιδεψε το νου του χάθηκε, πριν προλάβει να την αντιληφθεί.
“Τι περιμένουμε;” ζήτησε να μάθει ο Ματ, με το κασκόλ τυλιγμένο γύρω από το μέτωπό του. Είχε το τόξο στο μπροστάρι της σέλας με ένα βέλος περασμένο και είχε γυρίσει τη φαρέτρα στο μπροστινό μέρος της ζώνης του για να τη φτάνει εύκολα.
Η Μουαραίν άνοιξε τα μάτια και κατηφόρισε το λόφο. “Περιμένουμε να αφαιρέσω και τα τελευταία απομεινάρια αυτού που έκανα εδώ χτες τη νύχτα Τα υπολείμματα θα διαλύονταν από μόνα τους σε μια μέρα, αλλά τώρα δεν θέλω να ρισκάρω, αν μπορώ να το αποφύγω. Είμαστε πολύ κοντά και η Σκιά εδώ είναι πολύ ισχυρή. Λαν;”
Ο Πρόμαχος περίμενε να καθίσει η Μουαραίν στη σέλα της Αλντίμπ και ξεκίνησε, οδηγώντας τους προς το βορρά, προς τα Όρη του Χαμού, που πρόβαλλαν απειλητικά λίγο πιο πέρα. Ακόμα και στο φως της ανατολής, οι κορυφές υψώνονταν μαύρες, δίχως ζωή, σαν σπασμένα δόντια. Σ’ έναν τοίχο που απλωνόταν προς τα ανατολικά και τα δυτικά, ως εκεί που έφτανε το βλέμμα.
“Θα φτάσουμε σήμερα στον Οφθαλμό, Μουαραίν Σεντάι;” ρώτησε η Εγκουέν.
Η Άες Σεντάι κοίταξε λοξά τον Λόιαλ. “Ελπίζω ναι. Την άλλη φορά που τον είχα βρει, ήταν μόλις πέρα στην άλλη πλευρά των βουνών, στη ρίζα των ψηλών περασμάτων”.
“Λέει ότι κινείται”, είπε ο Ματ, δείχνοντας τον Λόιαλ. “Αν δεν είναι εκεί που περιμένεις;”
“Τότε θα συνεχίσουμε να τον κυνηγάμε μέχρι να τον βρούμε. Ο Θαλερός νιώθει την ανάγκη και δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη ανάγκη από τη δική μας. Η ανάγκη μας είναι η ελπίδα του κόσμου”.
Καθώς τα βουνά πλησίαζαν, πλησίαζε και η πραγματική Μάστιγα. Εκεί που πριν τα φύλλα είχαν μαύρες πιτοτλιές και κίτρινες κηλίδες, τώρα τα φυλλώματα έπεφταν μουλιασμένα μπροστά στα μάτια του, σπάζοντας κάτω από το βάρος της σαπίλας τους. Τα δέντρα ήταν βασανισμένα, σακατεμένα πράγματα, με στρεβλωμένα κλαριά να απλώνονται προς τον ουρανό, σαν να ικέτευαν έλεος από κάποια δύναμη που δεν ήθελε να τα ακούει. Παχύ υγρό κυλούσε σαν πύον από τους φλοιούς που είχαν χαράξει και ανοίξει. Σαν να μην τους είχε απομείνει τίποτα το στέρεο, τα δέντρα έμοιαζαν να τρέμουν στο διάβα των αλόγων.
“Μοιάζουν σαν να θέλουν να μας αρπάξουν”, είπε ο Ματ νευρικά. Η Νυνάβε του έριξε μια απηυδισμένη, περίφρονητική ματιά κι εκείνος πρόσθεσε με ένταση, “Αφού έτσι μοιάζουν”.
“Και μερικά αυτό θέλουν”, είπε η Άες Σεντάι. Για μια στιγμή, τα μάτια της, όπως τους κοίταξε πάνω από τον ώμο της, ήταν πιο σκληρά κι από του Λαν. “Αλλά δεν θέλουν τίποτα απ’ ό,τι είμαι και η παρουσία μου σας προστατεύει”.
Ο Ματ γέλασε αμήχανα, σαν να πίστευε ότι η Μουαραίν αστειευόταν.
Ο Ραντ δεν ήταν τόσο βέβαιος. Στο κάτω-κάτω, αυτό το μέρος ήταν η Μάστιγα. Αλλά τα δέντρα δεν κινούνται. Γιατί ένα δέντρο να θέλει να αρπάξει έναν άνθρωπο, ακόμα κι αν μπορούσε; Φανταζόμαστε διάφορα και η Μουαραίν απλώς το λέει για να έχουμε τα μάτια μας τέσσερα.
Κοίταξε απότομα στα αριστερά του, πιο μέσα στο δάσος. Εκείνο το δέντρο, ούτε είκοσι απλωσιές πιο πέρα, είχε πράγματι σαλέψει και δεν το φανταζόταν. Δεν ήξερε τι είδος ήταν, ή τι είδος ήταν κάποτε, τόσο βασανισμένη και συστρεμμένη ήταν η μορφή του. Καθώς το κοίταζε, το δέντρο ξαφνικά τινάχτηκε πάλι μπρος-πίσω και μετά έσκυψε, ψάχνοντας με λυσσασμένες κινήσεις στο έδαφος. Κάτι τσίριξε, με στριγκή, διαπεραστική φωνή. Το δέντρο ίσιωσε πάλι· τα μέλη του ήταν τυλιγμένα γύρω από μια σκοτεινή μάζα που σφάδαζε και πιτσίλιζε και ούρλιαζε.