Выбрать главу

Ξεροκατάπιε και προσπάθησε να κάνει τον Κοκκινοτρίχη να παραμερίσει, αλλά σε κάθε πλευρά υπήρχαν δέντρα που έτρεμαν. Τα μάτια του αλόγου του γύρισαν, δείχνοντας μόνο το ασπράδι. Ο Ραντ βρέθηκε σε έναν κόμπο από άλογα, καθώς όλοι προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο.

“Συνεχίστε να προχωράτε”, διέταξε ο Λαν, τραβώντας το σπαθί του. Ο Πρόμαχος τώρα φορούσε τα γάντια του με την ατσάλινη επένδυση και τον γκριζοπράσινο μανδύα. “Μείνετε με τη Μουαραίν Σεντάι”. Γύρισε τον Μαντάρμπ, όχι προς το δέντρο και τη λεία του, αλλά προς την άλλη κατεύθυνση: Έτσι όπως άλλαζε χρώματα ο μανδύας του, η Μάστιγα τον κατάπιε, πριν χαθεί από τα μάτια τους ο μαύρος επιβήτοράς του.

“Πλησιάστε”, τους πρότρεψε η Μουαραίν. Δεν βράδυνε το βήμα της άσπρης φοράδας της, αλλά έκανε νόημα στους άλλους να μαζευτούν κοντά της. “Να είστε όσο πιο κοντά μπορείτε”.

Ένας βρυχηθμός ακούστηκε από το μέρος στο οποίο είχε πάει ο Πρόμαχος. Αντήχησε βαρύς στον αέρα και έκανε τα δέντρα να τρεμουλιάσουν και, όταν έσβησε, φάνηκε να μένει ο αντίλαλός του. Ο βρυχηθμός ακούστηκε πάλι, γεμάτος οργή και θάνατο.

“Ο Λαν”, είπε η Νυνάβε. “Θα—”

Ο φρικτός ήχος τη διέκοψε, αλλά τώρα υπήρχε μια καινούργια νότα μέσα του. Φόβος. Ξαφνικά, σταμάτησε.

“Ο Λαν ξέρει τι κάνει”, είπε η Μουαραίν. “Προχώρα, Σοφία”.

Ο Πρόμαχος ξεπρόβαλλε από τα δέντρα, κρατώντας το σπαθί μακριά από το σώμα του και το άλογά του. Μαύρο αίμα λέρωνε τη λεπίδα, αχνιστό. Ο Λαν σκούπισε προσεκτικά το σπαθί με ένα πανί που έβγαλε από το σακίδιό του και κοίταξε την ατσαλένια λεπίδα για να σιγουρευτεί πως είχε πάρει και την τελευταία σταγόνα. Όταν πέταξε κάτω το κουρέλι, αυτό διαλύθηκε πριν καν φτάσει στο χώμα και ακόμα και τα ξεφτίδια του έλιωσαν.

Ένα ογκώδες σώμα τους όρμηξε σιωπηλά από τα δέντρα. Ο Πρόμαχος έστριψε τον Μαντάρμπ, αλλά, τη στιγμή που το πολεμικό άτι ορθωνόταν, έτοιμο να χτυπήσει με τις ατσαλόντυτες οπλές του, το βέλος του Ματ πέταξε, τρυπώντας το μοναδικό μάτι σ’ ένα κεφάλι που έμοιαζε να αποτελείται κυρίως από στόμα και δόντια. Το πλάσμα σωριάστηκε κάτω, κλωτσώντας και ουρλιάζοντας, μερικά μέτρα πιο πέρα από την ομάδα. Ο Ραντ το κοίταξε, καθώς προσπερνούσαν βιαστικά. Το κάλυπταν σκληρές τρίχες, σχεδόν όμοιες με αγκάθια, είχε και άφθονα πόδια, που ενώνονταν υπό παράξενες γωνίες σε ένα σώμα μεγάλο σαν αρκούδας. Μερικά απ’ αυτά, όσα έβγαιναν από τη ράχη του, πρέπει να ήταν άχρηστα για περπάτημα, αλλά τα μακριά σαν δάχτυλο νύχια του έσκαβαν τη γη, ακόμα και στην επιθανάτια αγωνία του.

“Καλή βολή, βοσκέ”. Τα μάτια του Λαν είχαν ήδη ξεχάσει αυτό που πέθαινε πίσω τους και έψαχναν το δάσος.

Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι της. “Κανονικά δεν θα ήθελε να πλησιάσει τόσο κοντά σε κάποια που αγγίζει την Αληθινή Πηγή”.

“Ο Άγκελμαρ είπε ότι η Μάστιγα σαλεύει”, είπε ο Λαν. “Ίσως και η Μάστιγα, επίσης, ξέρει ότι ένας Ιστός εμφανίζεται στο Σχήμα”.

“Βιαστείτε”. Η Μουαραίν χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά της Αλντίμπ. “Πρέπει να περάσουμε γρήγορα από τα ψηλά περάσματα.

Αλλά, πριν προλάβει να μιλήσει, η Μάστιγα τα έβαλε μαζί τους. Τα δέντρα μαστίγωναν με τα κλαδιά τους, ψάχνοντας να τους βρουν, χωρίς γα τα νοιάζει αν η Μουαραίν άγγιζε την Αληθινή Πηγή ή όχι.

Το σπαθί του Ραντ βρέθηκε στο χέρι του, δεν θυμόταν να το είχε ξεθηκαρώσεΐ. Χτυπούσε και ξαναχτυπούσε και η λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού έκοβε τα ρυπαρά μέλη. Τα πεινασμένα κλαριά τραβούσαν πίσω τα κομμένα άκρα τους που σφάδαζαν —του φάνηκε πως σχεδόν τα άκουγε να ουρλιάζουν― αλλά πάντα έρχονταν άλλα, σπαρταρώντας σαν φίδια, προσπαθώντας να κολλήσουν στα χέρια, στη μέση, στο λαιμό του. Με τα δόντια γυμνωμένα σε μια απειλητική έκφραση, έψαξε το κενό και το βρήκε στο βραχώδες, πεισματάρικο χώμα των Δύο Ποταμών. “Μανέθερεν!” Ούρλιαξε στα δέντρα, μέχρι που τον πόνεσε ο λαιμός του. Το ατσάλι με το σημάδι του ερωδιού άστραφτε στο αδύναμο φως του ήλιου. “Μανέθερεν! Μανέθερεν!”

Ο Ματ, όρθιος στους αναβολείς, έστελνε το ένα βέλος μετά το άλλο στο δάσος, χτυπώντας παραμορφωμένες μορφές, που γρύλιζαν και έτριζαν τα αμέτρητα δόντια τους στα βέλη που τα σκότωναν, δαγκώνοντας τις γεμάτες νύχια μορφές, που πολεμούσαν να περάσουν από πάνω τους για να φτάσουν στις έφιππες μορφές. Κι ο Ματ, επίσης, είχε χαθεί από το παρόν. “Καράι αν Καλντάζαρ!” φώναζε, καθώς τραβούσε τα βέλη ως το μάγουλό του και τα εκτόξευε. “Καράι αν Ελισάντε! Αλ Ελισάντε! Μορντέρο νταγκαίν πας ντουέντε κουέμπτγιαρ! Αλ Ελισάντε!”

Κι ο Πέριν, επίσης, στεκόταν στους αναβολείς, βουβός και βλοσυρός. Είχε μπει μπροστά και το τσεκούρι του άνοιγε δρόμο στο δάσος και τη ρυπαρή σάρκα, σ’ ό,τι ερχόταν μπροστά του. Τα δέντρα που σφάδαζαν και τα πλάσματα που ούρλιαζαν απέφευγαν τον γεροδεμένο άνδρα με το τσεκούρι. Απέφευγαν τόσο το τσεκούρι που στριφογυρνούσε όσο και τα άγρια χρυσαφένια μάτια. Ο Πέριν, αποφασισμένος, έκανε το άλογό του να προχωρά μπροστά, βήμα το βήμα.