Πύρινες μπάλες ξεπηδούσαν από τα χέρια της Μουαραίν και έπεφταν στο στόχο τους. Το δέντρο που σφάδαζε γινόταν δαυλός, το σχήμα με τα δόντια αλυχτούσε και χτυπούσε με ανθρώπινα χέρια για να σβήσει τις φλόγες, σχίζοντας με κοφτερά γαμψώνυχα την ίδια του τη σάρκα, που καιγόταν ώσπου πέθαινε.
Ο Πρόμαχος χώθηκε και ξαναχώθηκε στα δέντρα με τον Μαντάρμπ, με τη λεπίδα και τα γάντια του να στάζουν αίμα που έβραζε κι άχνιζε. Όταν ξαναγυρνούσε, όλο και πιο συχνά η αρματωσιά του είχε σχισίματα και η σάρκα του κοψίματα που αιμορραγούσαν, ενώ το πολεμικό του άλογο σκόνταφτε και μάτωνε κι αυτό. Κάθε φορά η Άες Σεντάι σταματούσε για να αγγίξει με τα χέρια τις πληγές και όταν τα τραβούσε μόνο το αίμα έμενε στην απείραχτη σάρκα.
“Σαν να ανάβω φωτιές για να κάνω σήμα στους Ημιανθρώπους”, είπε η Μουαραίν πικρά. “Προχωρήστε! Προχωρήστε!”
Αν τα δέντρα δεν επιτίθονταν, τόσο στους ανθρώπους όσο και στη σάρκα που χιμούσε, αν τα πλάσματα, που δεν υπήρχαν δύο όμοια, δεν πολεμούσαν εξίσου και τους ανθρώπους αλλά και τα δέντρα και, επίσης, μεταξύ τους, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως η ομάδα θα είχε υποκύψει. Ακόμα δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό δεν έμελλε να γίνει. Ύστερα, μια λεπτή κραυγή υψώθηκε πίσω τους. Απόμακρη και ψιλή, ακούστηκε πάνω από τα λυσσασμένα γρυλίσματα των κατοίκων της Μάστιγας γύρω τους.
Μέσα σε μια στιγμή τα γρυλίσματα έπαψαν, σαν να είχαν κοπεί με μαχαίρι. Οι επιτιθέμενες μορφές πάγωσαν εκεί που ήταν τα δέντρα έμειναν ασάλευτα. Όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί τα πλάσματα με τα πόδια, τόσο γοργά αποτραβήχτηκαν και χώθηκαν στο στρεβλωμένο δάσος.
Η βραχνή κραυγή ξανακούστηκε, σαν σπασμένος αυλός βοσκού και όμοιές της της απάντησαν εν χορώ. Πεντ’ έξι, ίσως, που τραγουδούσαν μακριά πίσω τους.
“Σκουλήκια”, είπε βλοσυρά ο Λαν, κάνοντας τον Λόιαλ να βσγκήξει. “Μας πρόσφεραν λίγη ανάπαυλα, αν προλάβουμε να την αξιοποιήσουμε”. Τα μάτια του μετρούσαν την απόσταση που τους χώριζε από τα όρη. “Ελάχιστα πλάσματα στη Μάστιγα θέλουν να τα βάλουν με ένα Σκουλήκι, αν μπορούν να κάνουν αλλιώς”. Χτύπησε με τις μπότες του τα πλευρά του Μαντάρμπ. “Προχωρήστε!” Όλη η ομάδα όρμηξε στο κατόπι του, μέσα στη Μάστιγα, που τώρα έμοιαζε πραγματικά νεκρή, με εξαίρεση τους αυλούς πίσω τους.
“Φοβήθηκαν τα σκουλήκια;” είπε ο Ματ, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Χοροπηδούσε στη σέλα του, προσπαθώντας να φορέσει το τόξο στην πλάτη του.
“Ένα Σκουλήκι” ―υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που το είχε πει ο Ματ και τον τρόπο που το έλεγε ο Πρόμαχος— “μπορεί να σκοτώσει έναν Ξέθωρο, εκτός αν ο Ξέθωρος έχει την τύχη του Σκοτεινού. Έχουμε ένα ολόκληρο κοπάδι στο κατόπι μας. Τρέξτε! Τρέξτε!” Οι σκοτεινές κορυφές τώρα ήταν πιο κοντά. Ο Ραντ υπολόγισε πως απείχαν μια ώρα, με το ρυθμό που πήγαινε ο Πρόμαχος.
“Τα Σκουλήκια δεν θα μας ακολουθήσουν στα βουνά;” ρώτησε ξέπνοα η Εγκουέν και ο Λαν άφησε ένα οξύ γέλιο.
“Όχι. Τα Σκουλήκια φοβούνται αυτά που ζει στα ψηλά περάσματα”. Ο Λόιαλ βόγκηξε ξανά.
Ο Ραντ ευχήθηκε να έκοβε ο Ογκιρανός αυτά τα βογκητά. Ήξερε καλά ότι ο Λόιαλ ήξερε περισσότερα για τη Μάστιγα απ’ όλους εκτός από τον Λαν, έστω κι αν τα είχε μάθει διαβάζοντας στην ασφάλεια του στέντιγκ Αλλά γιατί να μου θυμίζει συνεχώς άτι υπάρχουν και χειρότερα απ’ όσα είδαμε;
Η Μάστιγα περνούσε δίπλα τους, με χορτάρια και γρασίδια που πιτσίλιζαν σάπια υγρά κάτω από τις οπλές που κάλπαζαν. Τα δέντρα, σαν και κείνα που νωρίτερα τους είχαν επιτεθεί, τώρα δεν σάλευαν καν, έστω κι όταν η ομάδα περνούσε ακριβώς κάτω από τα στρεβλά κλαριά. Τα Όρη του Χαμού γέμιζαν τον ουρανό μπροστά τους, μαύρα και ζοφερά και έμοιαζαν σχεδόν τόσο κοντά, που αν άπλωναν το χέρι θα τα άγγιζαν. Ο ήχος των αυλών του έφτανε οξύς και καθαρός και πίσω τους ακούγονταν υγροί ήχοι, πιο δυνατοί από τα πράγματα που τσαλαπατούσαν οι οπλές των αλόγων. Υπερβολικά δυνατοί, σαν μισοσαπισμένα δέντρα που συντρίβονταν κάτω από πελώρια γλιτσερά κορμιά. Υπερβολικά κοντά. Ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Πίσω, οι δεντροκορφές τινάζονταν κι έπεφταν σαν γρασίδι. Η περιοχή άρχισε να γίνεται ανηφορική προς τα βουνά και ο Ραντ, από την κλίση, κατάλαβε ότι είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν.
“Δεν θα τα καταφέρουμε”, ανακοίνωσε ο Λαν. Δεν βράδυνε το ρυθμό του Μαντάρμπ, αλλά ξαφνικά το σπαθί ξαναβρέθηκε στα χέρια του. “Πρόσεχε στα ψηλά περάσματα, Μουαραίν και θα περάσεις”.