“Όχι, Λαν!” φώναξε η Νυνάβε,
“Σιωπή, κορίτσι μου! Λαν, ακόμα και εσύ δεν μπορείς να σταματήσεις μια αγέλη Σκουληκιών. Δεν το δέχομαι. Θα σε χρειαστώ στον Οφθαλμό”·
“Βέλη”, είπε ο Ματ με κομμένη την ανάσα.
“Τα Σκουλήκια ούτε που θα τα καταλάβουν”, φώναξε ο Πρόμαχος. “Πρέπει να τα κόψεις κομματάκια. Δεν νιώθουν πολλά, εκτός από πείνα. Μερικές φορές και φόβο”.
Ο Ραντ, έτσι όπως ήταν αρπαγμένος από τη σέλα με μια ατσάλινη λαβή, σήκωσε τους ώμους, προσπαθώντας να χαλαρώσει τους πιασμένους μύες του. Ένιωθε όλο του το στήθος σφιγμένο, σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει και το δέρμα του τον έτρωγε, σαν να τον τσιμπούσαν καυτές βελόνες. Η ομάδα τώρα περνούσε από τους χαμηλούς λόφους στη ρίζα των βουνών και ο Ραντ έβλεπε το μέρος που έπρεπε να σκαρφαλώσουν, όταν θα έφταναν στα βουνά, το φιδίσιο μονοπάτι και το ψηλό πέρασμα μετά, σαν χτύπημα τσεκουριού που είχε σχίσει τη μαύρη πέτρα. Φως μου, τι μπορεί να είναι εκεί μπροστά, που τρομάζει αυτά παν είναι πίσω μας; Το Φως να με βοηθήσει, ποτέ δεν ένιωσα τόσο φόβο. Δεν θέλω να προχωρήσω πιο πέρα. Ως εδώ! Έψαξε τη φλόγα και το κενό και μάλωσε τον εαυτό του. Βλάκα! Δειλέ, φοβητσιάρη βλάκα! Δεν μπορείς να μείνεις εδώ και δεν μπορείς να πας πίσω. Θα αφήσεις την Εγκουέν να το πολεμήσει μόνη της; Το κενό του ξέφευγε· σχηματιζόταν και μετά τρεμούλιαζε και γινόταν χίλιες φωτεινές κουκίδες, ξανασχηματιζόταν και πάλι θρυμματιζόταν και κάθε κουκίδα έκαιγε τα κόκαλά του, ώσπου ένιωσε να τρέμει ολόκληρος από τον πόνο και σκέφτηκε πως το σώμα του είχε ανοίξει ολόκληρο. Το Φως να με βοηθήσει, δεν μπορώ να συνεχίσω. Το Φως να με βοηθήσει!
Είχε πιάσει τα χαλινάρια του ντορή για να γυρίσει πίσω, για να αντιμετωπίσει τα Σκουλήκια, ή ό,τι άλλο ερχόταν, παρά να τα βάλει μ’ αυτό που ήταν μπροστά, όταν η φύση της γης γύρω τους άλλαξε. Ανάμεσα στη μια πλαγιά του λόφου και στην άλλη, ανάμεσα στη ράχη και τη ρίζα του, η Μάστιγα είχε χαθεί.
Πράσινα φύλλα σκέπαζαν τα κλαριά, που απλώνονταν γαλήνια. Αγριολούλουδα σχημάτιζαν ένα λαμπερό πολύχρωμο χαλί ανάμεσα στο γρασίδι, που το χάιδευε μια γλυκιά ανοιξιάτικη αύρα. Πεταλούδες πετούσαν από μπουμπούκι σε μπουμπούκι, μαζί με μέλισσες που βομβούσαν και πουλιά άφηναν τρίλιες και κελαηδίσματα.
Ο Ραντ, χάσκοντας, συνέχισε να καλπάζει, ώσπου ξαφνικά κατάλαβε πως η Μουαραίν και α Λαν και ο Λόιαλ είχαν σταματήσει, το ίδιο και οι άλλοι. Τράβηξε αργά τα χαλινάρια, με μια έκπληκτη, αποσβολωμένη έκφραση. Τα μάτια της Εγκουέν κόντευαν να βγουν από το κεφάλι της και η Νυνάβε ήταν με ανοιχτό το στόμα.
“Φτάσαμε σε ασφαλές σημείο”, είπε η Μουαραίν. “Αυτό είναι το μέρος του Θαλερού και ο Οφθαλμός του Κόσμου είναι εδώ. Τίποτα από τη Μάστιγα δεν μπορεί να μπει εδώ”.
“Νόμιζα ότι ήταν από την άλλη μεριά των βουνών”, μουρμούρισε ο Ραντ. Ακόμα έβλεπε τις κορυφές, που γέμιζαν τον βόρειο ορίζοντα και τα ψηλά περάσματα. “Είπες ότι ήταν πάντα πέρα από τα περάσματα”.
“Αυτό το μέρος”, είπε μια βαθιά φωνή από τα δέντρα, “είναι πάντα εκεί που είναι. Το μόνο που αλλάζει είναι το πού είναι αυτοί που το έχουν ανάγκη”.
Μια μορφή βγήκε από τα φυλλώματα, μια ανθρώπινη μορφή, τόσο ψηλότερη από τον Λόιαλ όσο ο Ογκιρανός ήταν ψηλότερος από τον Ραντ. Μια ανθρώπινη μορφή από πλεγμένα κλήματα και φύλλα, που φύτρωναν καταπράσινα. Τα μαλλιά του ήταν από γρασίδι, που κυλούσε ως τους ώμους του· τα μάτια του, πελώρια φουντούκια· τα νύχια του, βελανίδια. Πράσινα φύλλα έφτιαχναν την τουνίκα και το παντελόνι του· μονοκόμματος φλοιός οι μπότες του. Πεταλούδες πετούσαν τριγύρω του, αγγίζοντας τα δάχτυλά του, τους ώμους του, το πρόσωπό του. Ένα μόνο πράγμα χαλούσε την κατάφυτη τελειότητα. Μια βαθιά ρωγμή ανηφόριζε το μάγουλο και τον κρόταφό του και περνούσε από την κορυφή του κεφαλιού του και εκεί τα κλήματα ήταν καφετιά και μαραμένα.
“Ο Θαλερός”, ψιθύρισε η Εγκουέν και το σημαδεμένο πρόσωπο χαμογέλασε. Για μια στιγμή τα πουλιά φάνηκαν να τραγουδούν δυνατότερα.
“Φυσικά. Ποιος άλλος θα ήταν εδώ;” Τα φουντουκένια μάτια ατένισαν τον Λόιαλ. “Χαίρομαι που σε βλέπω, μικρέ αδερφέ. Παλιά, πολλοί δικοί σου έρχονταν να με επισκεφτούν, αλλά τον τελευταίο καιρό λιγόστεψαν”.
Ο Λόιαλ κατέβηκε βιαστικά από το μεγάλο άλογό ταυ και υποκλίθηκε με επισημότητα. “Με τιμάς, Δενδραδελφέ. Τσίνγκων μα τσόσιχ, Τ’ίνγκσεν”.
Ο Θαλερός αγκάλιασε με ένα χέρι τους ώμους του Ογκιρανού. Πλάι στον Λόιαλ έμοιαζε με άνδρα πλάι σε παιδί. “Δεν είναι τιμή, μικρέ αδερφέ. Θα τραγουδήσουμε μαζί Δενδροτράγουδα και θα θυμηθούμε τα Μεγάλα Δέντρα και τα στέντιγκ και θα σταματήσουμε για λίγο τη Λαχτάρα”. Κοίταξε εξεταστικά τους άλλους, που μόλις τώρα κατέβαιναν από τα άλογά τους και το βλέμμα του έπεσε στον Πέριν. “Ένας Λυκαδελφός! Στ’ αλήθεια λοιπόν ξανάρχονται οι παλιοί καιροί;”