Выбрать главу

Ο Ραντ κοίταξε τον Πέριν. Αυτό που έκανε ο Πέριν ήταν να γυρίσει το άλογό του, έτσι ώστε να είναι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Θαλερό και ύστερα έσκυψε να δει το λουρί της σέλας. Ο Ραντ ήταν βέβαιος πως απλώς ήθελε να αποφύγει το ερευνητικό βλέμμα του Θαλερού. Ξαφνικά ο θαλερός μίλησε στον Ραντ.

“Παράξενα ρούχα φοράς, Παιδί του Δράκοντα. Τόσο πολύ γύρισε ο Τροχός; Ο Λαός του Δράκου ξαναγύρισε στο Πρώτο Σύμφωνο; Αλλά φοράς σπαθί. Ούτε τότε ταίριαζε, ούτε τώρα”.

Ο Ραντ κούνησε τη γλώσσα για να υγράνει το στόμα του πριν μπορέσει να μιλήσει. “Δεν ξέρω τι θες να πεις. Τι εννοείς;”

Ο Θαλερός άγγιξε την καφετιά ουλή στο κεφάλι του. Για μια στιγμή φάνηκε μπερδεμένος. “Δεν... δεν ξέρω. Οι αναμνήσεις μου είναι διαλυμένες και συχνά φευγαλέες, ενώ πολλές απ’ αυτές που μένουν είναι σαν φύλλα που τα τρώγε πεταλούδες. Αλλά όμως, είμαι σίγουρος... Όχι, χάθηκε. Μα είσαι καλοδεχούμενος εδώ. Εσύ, Μουαραίν, είσαι κάτι παραπάνω από έκπληξη. Όταν φτιάχτηκε αυτό το μέρος, φτιάχτηκε έτσι που κανείς να μην μπορεί να το βρει δεύτερη φορά. Πώς ήρθες εδώ;”

“Η ανάγκη”, απάντησε η Μουαραίν. “Η δική μου ανάγκη, η ανάγκη του κόσμου. Πάνω απ’ όλα η ανάγκη του κόσμου. Ήρθαμε να δούμε τον Οφθαλμό του Κόσμου”.

Ο Θαλερός αναστέναξε, σαν άνεμος που γλιστρά μέσα από πυκνόφυλλα κλαδιά. “Τότε ξανάρθε. Αυτή η ανάμνηση παραμένει άθικτη. Ο Σκοτεινός σαλεύει. Το φοβόμουν. Με κάθε γύρισμα των χρόνων η Μάστιγα πασχίζει όλο και πιο σκληρά να έρθει μέσα. Και σ’ αυτό το γύρισμα ο αγώνας να την κρατήσω έξω ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά μετά την αρχή. Ελάτε, θα σας πάω”.

50

Συναντήσεις στον Οφθαλμό

Ο Ραντ, τραβώντας τον ντορή του, ακολούθησε τον Θαλερό μαζί με τους άλλους από το Πεδίο του Έμοντ, που δεν ήξεραν τι να πρωτοκοιτάξουν, τον Θαλερό ή το δάσος. Ο Θαλερός ήταν ένας θρύλος, φυσικά, κι έλεγαν ιστορίες γι’ αυτόν και για το Δέντρο της Ζωής μπροστά σε κάθε τζάκι στους Δύο Ποταμούς και δεν τις έλεγαν μόνο για τα παιδιά. Μετά τη Μάστιγα, όμως, τα δέντρα και τα λουλούδια θα ήταν ένα θαύμα του φυσιολογικού κόσμου, ακόμα και αν ο υπόλοιπος κόσμος δεν ήταν ακόμα παγιδευμένος στο χειμώνα.

Ο Πέριν κρατιόταν λιγάκι πιο πίσω. Όποτε ο Ραντ γύριζε το κεφάλι, ο μεγαλόσωμος, κατσαρομάλλης νεαρός έδειχνε ότι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα άλλο απ’ αυτά που είχε να πει ο Θαλερός. Ο Ραντ τον καταλάβαινε. Παιδί του Δράκοντα. Κοίταξε επιφυλακτικά τον Θαλερό, που περπατούσε μπροστά μαζί με τη Μουαραίν και τον Λαν, ενώ οι πεταλούδες τον περικύκλωναν σαν κιτρινοκόκκινο σύννεφο. Τι εννοούσε; Όχι. Δεν θέλω να ξέρω.

Ακόμα κι έτσι, το βήμα του ήταν πιο ζωηρό, τα πόδια του πιο ανάλαφρα. Ένιωθε ακόμα ταραχή βαθιά μέσα του, μια αναγούλα στο στομάχι, αλλά ο φόβος ήταν τόσο διάχυτος, που έμοιαζε να έχει φύγει. Του φαινόταν πως δεν άντεχε τίποτα άλλο, τώρα που η Μάστιγα ήταν μισό μίλι παραπέρα, έστω κι αν η Μουαραίν είχε δίκιο, λέγοντας πως τίποτα από τη Μάστιγα δεν μπορούσε να μπει. Οι χιλιάδες φωτεινές κουκίδες που τρυπούσαν τα κόκαλά του είχαν σβήσει· ήταν σίγουρος πως αυτό είχε γίνει ακριβώς τη στιγμή που είχε μπει στην επικράτεια του Θαλερού. Αυτός τα έσβησε, σκέφτηκε, ο Θαλερός, κι αυτό το μέρος.

Και η Εγκουέν το ένιωθε και η Νυνάβε επίσης, ένιωθαν αυτή την ηρεμία που ανακούφιζε, την κάλμα της ομορφιάς. Ο Ραντ το έβλεπε. Χαμογελούσαν γαλήνια και χάιδευαν λουλούδια με τα δάχτυλα, σταματούσαν για να τα μυρίσουν και ανάσαιναν βαθιά.

Όταν το πρόσεξε ο Θαλερός, είπε, “Τα λουλούδια είναι για να στολίζουν. Τα φυτά ή τους ανθρώπους, το ίδιο πράγμα είναι. Δεν τα πειράζει, αρκεί να μην πάρετε πολλά”. Και άρχισε να κόβει από διάφορα φυτά, χωρίς να παίρνει από κανένα περισσότερα από δύο. Σε λίγο η Νυνάβε και η Εγκουέν φορούσαν στεφάνια από μπουμπούκια στα μαλλιά τους, ροζ άγρια τριαντάφυλλα και κίτρινες καμπανούλες και άσπρους αυγερινούς. Η πλεξούδα της Σοφίας έμοιαζε να είναι ένας κήπος με ροζ και άσπρο ως τη μέση της. Ακόμα και η Μουαραίν δέχθηκε να βάλει μια ανοιχτόχρωμη γιρλάντα από αυγερινούς στο μέτωπό της, πλεγμένη με τόση επιδεξιότητα, που τα λουλούδια έδειχναν ότι συνέχιζαν να μεγαλώνουν κανονικά.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως πράγματι έτσι ήταν. Ο Θαλερός πρόσεχε το δασόκηπό του καθώς περπατούσε, ενώ μιλούσε απαλά με τη Μουαραίν και φρόντιζε ό,τι ήθελε φροντίδα χωρίς να το σκέφτεται. Το βλέμμα των φουντουκίσιων ματιών του έπεσε σε ένα αγκυλωμένο κλαράκι μιας άγριας τριανταφυλλιάς που αναρριχιόταν και το γεμάτο μπουμπούκια κλαδί μιας μηλιάς τον είχε αναγκάσει να γείρει σε στραβή γωνία· κοντοστάθηκε, μιλώντας ακόμα και πέρασε το χέρι του πάνω από το κλαράκι. Ο Ραντ δεν ήξερε αν τα μάτια του τον γελούσαν, ή αν τα αγκάθια παραμέρισαν για να μην τρυπήσουν εκείνα τα πράσινα δάχτυλα. Όταν η πανύψηλη μορφή του Θαλερού προχώρησε, το κλαράκι ήταν ίσιο και άπλωνε κόκκινα πέταλα ανάμεσα στο λευκό των μπουμπουκιών της μηλιάς. Έσκυψε για να κλείσει στο πελώριο χέρι του ένα μικρούλικο σπόρο που κειτόταν πάνω σε βότσαλα και, όταν σηκώθηκε, ένα μικρό βλαστάρι είχε ρίξει ρίζες μέσα από τα βότσαλα, φτάνοντας στο καλό χώμα.