“Όλα πρέπει να φυτρώνουν εκεί που είναι, σύμφωνα με το Σχήμα”, εξήγησε πάνω από τον ώμο του, σαν να ζητούσε συγνώμη, “και να αντικρίζουν το γύρισμα του Τροχού, αλλά τον Δημιουργό δεν θα τον πειράξει, αν βάλω ένα χεράκι”.
Ο Ραντ οδήγησε τον Κοκκινοτρίχη γύρω από το βλαστάρι, προσέχοντας να μην το λιώσουν οι οπλές του αλόγου. Δεν του φαινόταν σωστό να καταστρέψει αυτό που είχε κάνει ο Θαλερός μόνο και μόνο για να γλιτώσει τον κόπο ενός βήματος παραπάνω. Η Εγκουέν του χαμογέλασε, μ’ ένα από τα μυστικά χαμόγελά της και του άγγιξε το μπράτσο. Ήταν τόσο όμορφη, με τα λυτά μαλλιά της γεμάτα άνθη, που της χαμογέλασε, ώσπου εκείνη κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα. Θα σε προστατέψω, σκέφτηκε. Ό,τι και να συμβεί, θα σε προσέξω, το ορκίζομαι.
Ο Θαλερός τους πήρε στην καρδιά του ανοιξιάτικου δάσους, σε ένα αψιδωτό άνοιγμα στην πλαγιά ενός λόφου. Ήταν μια απλή πέτρινη αψίδα, ψηλή και λευκή και στο θολόλιθο υπήρχε ένας κύκλος, που τον χώριζε στα δύο μια φιδίσια γραμμή· το ένα μισό ήταν τραχύ και το άλλο λείο. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Το άνοιγμα ήταν σκιερό.
Για μια στιγμή, όλοι στάθηκαν, κοιτώντας σιωπηλά. Έπειτα η Μουαραίν έβγαλε τη γιρλάντα από τα μαλλιά της και την κρέμασε απαλά στο κλαδί ενός θάμνου με γλυκόμουρα πλάι στην αψίδα. Η κίνησή της φάνηκε να ξαναδίνει στους άλλους τη μιλιά τους.
“Εκεί είναι;” ρώτησε η Νυνάβε. “Αυτό που ήρθαμε να βρούμε;”
“Στ’ αλήθεια, θα ήθελα να δω το Δένδρο της Ζωής”, είπε ο Ματ, χωρίς να τραβά τη ματιά από το διαιρεμένο κύκλο από πάνω τους. “Μπορούμε να περιμένουμε τόσο, ε;”
Ο Θαλερός έριξε ένα αλλόκοτο βλέμμα στον Ραντ και μετά κούνησε το κεφάλι του. “Το Αβεντεσόρα δεν είναι εδώ. Δυο χιλιάδες χρόνια έχω να αναπαυτώ κάτω από τα μπλεγμένα κλαριά του”.
“Δεν ήρθαμε για το Δένδρο της Ζωής”, είπε σταθερά η Μουαραίν. Έκανε νόημα προς την αψίδα. “Ήρθαμε γι’ αυτό που είναι εκεί”.
“Δεν θα μπω μαζί σας”, είπε ο Θαλερός. Οι πεταλούδες γύρω του στροβιλίζονταν, σαν να είχαν αναστατωθεί κι αυτές. “Με όρισαν φρουρό του πριν από πολύ, πολύ καιρό, αλλά νιώθω ταραχή όταν έρχομαι πολύ κοντά. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ξε-φτιάχνεται· το τέλος μου έχει σχέση μ’ αυτό, κατά κάποιον τρόπο. Θυμάμαι το πώς φτιάχτηκε. Ένα μέρος του πώς φτιάχτηκε. Ένα μέρος”. Τα μάτια του κοίταζαν μακριά, χαμένα στις αναμνήσεις του και άγγιξε την ουλή του. “Ήταν τις πρώτες μέρες του Τσακίσματος του Κόσμου, τότε που η χαρά για τη νίκη επί του Σκοτεινού πήρε μια πικρή γεύση, εξαιτίας της γνώσης ότι όλα αυτά ίσως να τα τσάκιζε το βάρος της Σκιάς. Εκατό από κείνους το έφτιαξαν, άνδρες και γυναίκες μαζί. Τα μεγαλύτερα έργα των Άες Σεντάι πάντα έτσι τα έκαναν, ενώνοντας σαϊντίν και σαϊντάρ, όπως είναι ενωμένη η Μία Πηγή. Πέθαναν, όλοι πέθαναν, για να το εξαγνίσουν, ενώ ολόγυρά τους ο κόσμος καταστρεφόταν. Ξέροντας πως θα πεθάνουν, μου ανέθεσαν να το φυλάω για την ώρα της ανάγκης. Δεν φτιάχτηκα γι’ αυτό, όμως όλα διαλύονταν κι εκείνοι ήταν μόνοι τους κι εγώ ήμουν το μόνο που είχαν. Δεν φτιάχτηκα γι’ αυτό, αλλά κράτησα την πίστη”. Κοίταξε τη Μουαραίν, νεύοντας. “Κράτησα την πίστη, μέχρι που χρειάστηκε. Και τώρα τελειώνει”.
“Κράτησες την πίστη καλύτερα απ’ όσο οι πιο πολλοί από μας που σου το αναθέσαμε”, είπε η Άες Σεντάι. “Ίσως να μην είναι τόσο άσχημο όσο φοβάσαι”.
Το σημαδεμένο, γεμάτο φύλλα κεφάλι κουνήθηκε αργά δεξιά-αριστερά. “Ξέρω όταν έρχεται το τέλος, Άες Σεντάι. Θα βρω άλλο μέρος να το καλλιεργήσω”. Τα σκούρα του μάτια πλανήθηκαν λυπημένα στο πράσινο δάσος. “Ίσως ένα άλλο μέρος. Όταν βγείτε, θα σας ξαναδώ, αν υπάρχει χρόνος”. Ύστερα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές, τραβώντας πίσω του τις πεταλούδες κι έγινε ένα με το δάσος, με τρόπο που δεν θα πετύχαινε ποτέ ο μανδύας του Λαν.
“Τι εννοούσε;” απαίτησε να μάθει ο Ματ. “Αν υπάρχει χρόνος;”
“Ελάτε”, είπε η Μουαραίν. Και πέρασε από την αψίδα, με τον Λαν στο κατόπι της.
Ο Ραντ δεν ήξερε τι περίμενε, όταν τους ακολούθησε. Οι τρίχες των μπράτσων και του σβέρκου του τινάχτηκαν όρθιες. Αλλά δεν ήταν παρά ένας διάδρομος· οι γυαλισμένοι τοίχοι του ήταν στρογγυλεμένοι από πάνω, σαν την αψίδα, ενώ καμπύλωναν απαλά προς τα κάτω. Υπήρχε χώρος και με το παραπάνω, ακόμα και για τον Λόιαλ· θα χωρούσε ακόμα και ο Θαλερός. Το λείο έδαφος φαινόταν γλιστερό στο μάτι, σαν λαδωμένη πλάκα για γραφή, αλλά, με κάποιον τρόπο, πατούσαν σίγουρα. Λευκοί τοίχοι, που έμοιαζαν μονοκόμματοι, έλαμπαν με αμέτρητες κουκίδες, που είχαν άπειρα χρώματα και χάριζαν ένα απαλό, χαμηλό φως, ακόμα κι όταν η αψίδα που τη φώτιζε ο ήλιος χάθηκε στη στροφή πίσω τους, Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι το φως δεν ήταν φυσικό, αλλά ένιωθε, επίσης, ότι ήταν αγαθό. Γιατί τότε σε τρώει το δέρμα σον; Συνέχισαν να κατεβαίνουν, να κατεβαίνουν πιο κάτω.