Выбрать главу

“Εκεί”, είπε τελικά η Μουαραίν, δείχνοντας. “Μπροστά μας”.

Και ο διάδρομος άνοιξε σε ένα πελώριο, θολωτό χώρο, με τον τραχύ βράχο της οροφής του γεμάτο συστάδες κρυστάλλων που αχνόλαμπαν. Πιο κάτω, μια λιμνούλα απλωνόταν σ’ όλόκληρο το σπήλαιο, με εξαίρεση ένα δρομάκι γύρω της, με πλάτος περίπου πέντε απλωσιές. Η λιμνούλα είχε στο χείλος της ένα χαμηλό, επίπεδο γείσο από κρύσταλλα που έλαμπαν με φως πιο μουντό, αλλά και πιο σκληρό απ’ αυτούς της οροφής. Η επιφάνειά της ήταν λεία σαν γυαλί και καθαρή σαν το Νερό της Οινοπηγής. Ο Ραντ ένιωσε ότι το βλέμμα του μπορούσε να τη διαπεράσει, αλλά δεν έβλεπε πυθμένα.

“Ο Οφθαλμός του Κόσμου”, είπε απαλά η Μουαραίν δίπλα του.

Καθώς κοίταζε γύρω του με θαυμασμό, συνειδητοποίησε ότι τα ατέλειωτα χρόνια από την κατασκευή του — τρεις χιλιάδες χρόνια — είχαν αφήσει το ίχνος τους όσο δεν ερχόταν κανείς. Δεν έλαμπαν με την ίδια ένταση όλοι οι κρύσταλλοι του θόλου. Μερικοί ήταν πιο λαμπεροί, μερικοί πιο αδύνατοι· μερικοί τρεμόπαιζαν και άλλοι δεν ήταν παρά πολύεδρα βότσαλα, που λαμπύριζαν με το διαθλώμενο φως. Αν έλαμπαν όλοι, ο θόλος θα έλαμπε, σαν το φως του καταμεσήμερου, αλλά τώρα ήταν σαν περασμένο απόγευμα. Σκόνη σκέπαζε το διάδρομο και κομματάκια από πέτρες, ακόμα και από κρυστάλλους. Ατέλειωτα χρόνια αναμονής, ενώ ο Τροχός γυρνούσε και άλεθε.

“Αλλά τι είναι;” ρώτησε ο Ματ ανήσυχος. “Δεν μου μοιάζει με το νερό που ξέρω”. Κλώτσησε πέρα από το χείλος ένα κομμάτι σκούρας πέτρας, μεγάλο σαν τη γροθιά του. “Είναι—”

Η πέτρα έπεσε στην υαλώδη επιφάνεια και γλίστρησε στη λιμνούλα δίχως να πλατσουρίσει, δίχως να κάνει ούτε ένα κυματάκι. Καθώς η πέτρα βούλιαζε, άρχισε να πρήζεται, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει και να αραιώνει, ώσπου έγινε μια φουσκάλα, μεγάλη σαν κεφάλι, που ο Ραντ σχεδόν μπορούσε να δει από μέσα της και τέλος μια αχνή θολούρα, πλατιά όσο ολόκληρο το χέρι του. Έπειτα χάθηκε. Του Ραντ του φάνηκε πως το δέρμα του θα πεταγόταν μακριά από το σώμα του.

“Τι ήταν;” ζήτησε να μάθει και σοκαρίστηκε ακούγοντας την τραχιά βραχνάδα της φωνής του.

“Πες ότι είναι η ουσία του σαϊντίν”. Τα λόγια της Άες Σεντάι αντήχησαν στο θόλο. “Η ουσία του αρσενικού μισού της Αληθινής Πηγής, η αγνή ουσία της Δύναμης, που χειρίζονταν οι άνδρες πριν τον Καιρό της Τρέλας. Η Δύναμη να γιατρέψεις τη σφραγίδα της φυλακής του Σκοτεινού, ή να τη σπάσεις και να την ανοίξεις διάπλατα”.

“Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει”, ψιθύρισε η Νυνάβε. Η Εγκουέν την έσφιγγε, σαν να ήθελε να κρυφτεί πίσω από τη Σοφία. Ακόμα και ο Λαν ανασάλεψε ανήσυχα, αν και τα μάτια του δεν έδειχναν έκπληξη.

Κάτι σκληρό χτύπησε τους ώμους του Ραντ, που συνειδητοποίησε ότι είχε οπισθοχωρήσει ως τον τοίχο, όσο πιο μακριά μπορούσε από τον Οφθαλμό. Θα τρυπούσε και τον τοίχο, αν μπορούσε. Κι ο Ματ, επίσης, είχε κολλήσει στην πέτρα, απλώνοντας τα χέρια όσο πήγαιναν. Ο Πέριν κοίταζε τη λιμνούλα με το τσεκούρι μισοτραβηγμένο. Τα μάτια του έλαμπαν, χρυσά και άγρια.

“Πάντα απορούσα”, είπε ο Λόιαλ ανήσυχα. “Όταν διάβαζα γι’ αυτό, πάντα αναρωτιόμουν τι ήταν. Γιατί; Γιατί το έκαναν; Και πώς;”

“Κανένας ζωντανός δεν ξέρει”. Η Μουαραίν δεν κοίταζε πια τη λιμνούλα. Παρακολουθούσε τον Ραντ και τους δύο φίλους του, μελετώντας τους, με βλέμμα που κοίταζε και ζύγιζε. “Ούτε το πώς, ούτε το γιατί, εκτός του ότι κάποια μέρα θα υπήρχε η ανάγκη κι ότι αυτή η ανάγκη θα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο απελπισμένη που θα είχε γνωρίσει ο κόσμος ως τότε. Ή ίσως που θα γνώριζε ποτέ.

“Πολλές στην Ταρ Βάλον προσπάθησαν να βρουν τρόπο να χρησιμοποιήσουν αυτή τη Δύναμη, αλλά είναι ανέγγιχτη για τις γυναίκες, όπως το φεγγάρι για μια γάτα. Μόνο ένας άνδρας θα μπορούσε να τη διαβιβάσει, αλλά ο τελευταίος άνδρας Άες Σεντάι χάθηκε εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, σχεδόν. Όμως η ανάγκη που είδαν ήταν ανάγκη απελπισμένη. Δούλεψαν δια μέσου του μιάσματος του Σκοτεινού για να το φτιάξουν και να το φτιάξουν αγνό, ξέροντας ότι αυτή η πράξη τους θα τους σκότωνε όλους. Άνδρες και γυναίκες Άες Σεντάι μαζί. Ο Θαλερός είπε την αλήθεια. Τα μεγαλύτερα θαύματα της Εποχής των Θρύλων μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν, με το σαϊντίν και το σαϊντάρ μαζί. Όλες οι γυναίκες στην Ταρ Βάλον, όλες οι Άες Σεντάι σε όλες τις βασιλικές αυλές και τις πόλεις, ακόμα και κείνες στις χώρες πέρα από την Έρημο, δεν θα μπορούσαν να γεμίσουν ούτε ένα κουταλάκι με τη Δύναμη, αν δεν είχαν άνδρες να δουλέψουν μαζί τους”.