Το λαρύγγι του Ραντ ήταν τραχύ σαν να ούρλιαζε. “Γιατί μας έφερες εδώ;”
“Επειδή είστε τα’βίρεν”. Η έκφραση της Άες Σεντάι ήταν δυσανάγνωστη; Τα μάτια της τρεμόφεγγαν και έμοιαζαν να τον τραβούν. “Επειδή η δύναμη του Σκοτεινού θα χτυπήσει εδώ και επειδή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και να τη σταματήσουμε, αλλιώς η Σκιά θα σκεπάσει τον Κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Ας βγούμε πάλι στο φως του ήλιου, όσο υπάρχει ακόμα χρόνος”. Χωρίς να περιμένει να δει αν θα την ακολουθούσαν, ξαναπήρε το διάδρομο με τον Λαν, ο οποίος περπατούσε ίσως πιο γρήγορα απ’ όσο συνήθιζε. Η Εγκουέν και η Νυνάβε έτρεξαν πίσω της.
Ο Ραντ ξεκίνησε προχωρώντας πλάι στον τοίχο —δεν τολμούσε να πλησιάσει ούτε βήμα πιο κοντά στη λιμνούλα με αυτό που είχε μέσα της— και μπήκε στο διάδρομο, μπλέκοντας σαν κουβάρι μαζί με τον Ματ και τον Πέριν. Θα έτρεχε, αλλά δεν ήθελε να τσαλαπατήσει την Εγκουέν και τη Νυνάβε, τη Μουαραίν και τον Λαν. Δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλό του, ακόμα κι όταν βρέθηκε πάλι έξω.
“Δεν μου αρέσει αυτό, Μουαραίν”, είπε θυμωμένα η Νυνάβε, όταν ο ήλιος ξαναέλαμπε πάνω τους. “Πιστεύω πως ο κίνδυνος είναι όσο μεγάλος λες, αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ, αλλά αυτό είναι—”
“Σας βρήκα επιτέλους”.
Ο Ραντ τινάχτηκε, σαν να είχε σφιχτεί ένα σχοινί γύρω από το λαιμό του. Τα λόγια, η φωνή... για μια στιγμή πίστεψε πως ήταν ο Μπα’άλζαμον. Αλλά οι δύο άνδρες που βγήκαν από τα δέντρα, με πρόσωπα κρυμμένα στις κουκούλες τους, δεν φορούσαν μανδύες στο χρώμα του ξεραμένου αίματος. Ο ένας μανδύας ήταν σκούρος γκρι και ο άλλος είχε μια εξίσου σκούρα απόχρωση του πράσινου κι έδιναν μια αίσθηση κλεισούρας, ακόμα κι εκεί έξω στον αέρα. Και δεν ήταν Ξέθωροι· ο αέρας κουνούσε τους μανδύες τους.
“Ποιοι είστε;” Η στάση του Λαν έδειχνε ότι ήταν σε επιφυλακή, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού. “Πώς ήρθατε εδώ; Αν ζητάτε τον Θαλερό”
“Αυτός μας οδήγησε”. Το χέρι που έδειξε τον Ματ ήταν γέρικο και ζαρωμένο, ελάχιστα ανθρώπινο· οι αρθρώσεις ήταν ροζιασμένες, σαν κόμποι σε σχοινί και ένα νύχι έλειπε. Ο Ματ έκανε ένα βήμα πίσω, ανοίγοντας τα μάτια διάπλατα. “Ένα παλιό πράγμα, ένας παλιός φίλος, ένας παλιός εχθρός. Αλλά δεν είναι αυτός που αναζητάμε”, κατέληξε ο άνδρας με τον πράσινο μανδύα. Ο άλλος στεκόταν, σαν να μην επρόκειτο να μιλήσει ποτέ.
Η Μουαραίν όρθωσε το ανάστημά της, που έφτανε, το πολύ, ως τον ώμο ακόμα και του πιο κοντού από του άνδρες εκεί, αλλά ξαφνικά φάνηκε ψηλή σαν τους λόφους. Η φωνή της αντήχησε σαν καμπάνα, όταν ρώτησε απαιτητικά, “Ποιοι είστε;”
Τα χέρια τους κατέβασαν τις κουκούλες τους και ο Ραντ τους κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ο πιο μεγάλος ήταν ο γέρος των γέρων μπροστά του ο Τσεν Μπούι ήταν σαν παιδί στον ανθό της νιότης του. Η επιδερμίδα του προσώπου του ήταν σαν σκασμένη περγαμηνή, που την είχαν τεντώσει πάνω σε κρανίο και μετά την είχαν τεντώσει ακόμα περισσότερο. Αραιές τούφες μαλλιών έστεκαν εδώ κι εκεί στην κορυφή της οζώδους κεφαλής του. Τα αυτιά του ήταν μαραμένα, σαν απομεινάρια αρχαίου δερμάτινου ρούχου· τα μάτια του ήταν ρουφηγμένα και κρυφοκοίταζαν από το κεφάλι του, σαν να ήταν στα βάθη σήραγγας. Όμως ο άλλος ήταν χειρότερος. Ένα σφιχτό μαύρο δερμάτινο κέλυφος κάλυπτε εντελώς το κεφάλι και το πρόσωπό του, αλλά το μπροστινό μέρος του είχε σμιλευτεί για να δείχνει ένα τέλειο πρόσωπο, το πρόσωπο ενός νεαρού, που γελούσε τρελά, που γελούσε παρανοϊκά, παγωμένο σ’ αυτή την έκφραση παντοτινά. Τι κρύβει, αν ο άλλος δείχνει αυτό που δείχνεί; Τότε ακόμα και οι σκέψεις πάγωσαν στο κεφάλι του, θρυμματίστηκαν κι έγιναν σκόνη, που την πήρε ο αέρας.
“Λέγομαι Άγκινορ”, είπε ο ηλικιωμένος. “Κι αυτός είναι ο Μπάλταμελ. Δεν μιλά πια με τη γλώσσα του. Ο Τροχός αλέθει πολύ καλά, όταν είσαι φυλακισμένος πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια”. Τα ρουφηγμένα μάτια του γύρισαν στην αψίδα· ο Μπάλταμελ έγειρε μπροστά, με τα μάτια της μάσκας του πάνω στο λευκό πέτρινο άνοιγμα, σαν να ήθελε να μπει κατευθείαν μέσα. “Τόσον καιρό χωρίς αυτό”, είπε απαλά ο Αγκινορ. “Τόσον καιρό”.
“Το Φως να μας-” άρχισε να λέει ο Λόιαλ με φωνή που έτρεμε και σταμάτησε απότομα όταν τον κοίταξε ο Άγκινορ.
“Οι Αποδιωγμένοι είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ—”
“Ήταν παγιδευμένοι”. Ο Άγκινορ χαμογέλασε· τα κίτρινα δόντια του έμοιαζαν με κυνόδοντες. “Μερικοί από μας δεν είμαστε άλλο πια παγιδευμένοι. Οι σφραγίδες εξασθενούν, Άες Σεντάι. Όπως ο Ισαμαήλ, περπατούμε πάλι στον κόσμο και σύντομα θα έρθουν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήμουν πολύ κοντά σ’ αυτόν τον κόσμο στην αιχμαλωσία μου, εγώ και ο Μπάλταμελ, πολύ κοντά εκεί που ο Τροχός αλέθει, αλλά σύντομα ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους θα ελευθερωθεί και θα μας δώσει νέα σάρκα και ο κόσμος θα είναι άλλη μια φορά δικός μας. Αυτή τη φορά δεν θα έχετε τον Λουζ Θέριν τον Σφαγέα. Δεν θα υπάρχει ο Άρχοντας του Πρωινού για να σας σώσει. Ξέρουμε τώρα ποιον αναζητούμε και τους υπόλοιπους δεν σας χρειαζόμαστε”.