Το σπαθί του Λαν πετάχτηκε από το θηκάρι του τόσο γρήγορα, που το μάτι του Ραντ δεν πρόλαβε να το ακολουθήσει. Αλλά ο Πρόμαχος δίστασε, με το βλέμμα του να πηγαίνει από τη Μουαραίν στη Νυνάβε. Οι δύο γυναίκες στέκονταν μακριά η μια από την άλλη· αν έβαζε το κορμί του ανάμεσα στη μια τους και τους Αποδιωγμένους, θα απομακρυνόταν από την άλλη. Ο δισταγμός κράτησε μονάχα μια στιγμή, αλλά, όταν τα πόδια του Πρόμαχου κινήθηκαν, ο Άγκινορ ύψωσε το χέρι. Ήταν μια περιφρονητική χειρονομία, ένα τίναγμα των ροζιασμένων δαχτύλων του, σαν να ήθελε να διώξει μύγα. Ο Πρόμαχος πετάχτηκε στον αέρα προς τα πίσω, σαν να τον είχε αρπάξει μια πελώρια γροθιά. Ο Λαν χτύπησε στην πέτρινη αψίδα με ένα μουντό γδούπο και στάθηκε εκεί για μια στιγμή, πριν πέσει νωθρός σαν σακί, με το σπαθί κοντά στο απλωμένο χέρι του.
“ΌΧΙ!” ούρλιαξε η Νυνάβε.
“Μείνε ακίνητη”, διέταξε η Μουαραίν, αλλά πριν σαλέψει άλλος η Σοφία είχε βγάλει το μαχαίρι από τη ζώνη της και έτρεχε προς τον Αποδιωγμένο, με τη μικρή λεπίδα υψωμένη.
“Το Φως να σε τυφλώσει”, φώναξε, χτυπώντας τον Άγκινορ κατάστηθα.
Ο άλλος Αποδιωγμένος όρμηξε σαν οχιά. Ενώ η Σοφία ακόμα κατέβαζε το χέρι, το δερματοδεμένο χέρι του Μπάλταμελ πετάχτηκε και άρπαξε το σαγόνι της, με τα δάχτυλά του να βουλιάζουν στο ένα μάγουλο, ενώ στο άλλο χωνόταν ο αντίχειράς του, διώχνοντας το αίμα με την πίεσή τους και υψώνοντας το δέρμα για να σχηματίσει ωχρές ράχες. Ένας σπασμός συντάραξε τη Νυνάβε από την κορφή ως τα νύχια, σαν να την είχε χτυπήσει κάποιος με μαστίγιο. Το μαχαίρι της έπεσε άχρηστο από τα χαλαρά δάχτυλά της, καθώς ο Μπάλταμελ την έπιανε από το σαγόνι και τη σήκωνε για να δει μέσα από τη δερμάτινη μάσκα το πρόσωπό της, που ακόμα έτρεμε. Τα δάχτυλα των ποδιών της τινάζονταν με σπασμούς μισό μέτρο πάνω από το έδαφος- από τα μαλλιά της τα λουλούδια έπεφταν βροχή.
“Έχω σχεδόν ξεχάσει τις ηδονές της σάρκας”. Η γλώσσα του Άγκινορ έτρεξε στα μαραμένα χείλη του, ηχώντας σαν πέτρα σε τραχύ δέρμα. “Αλλά ο Μπάλταμελ θυμάται πολλές”. Το γέλιο της μάσκας φάνηκε να γίνεται ακόμα πιο τρελό και ο οδυρμός που βγήκε από τα χείλη της Νυνάβε έκαψε τα αυτιά του Ραντ, σαν απόγνωση που έβγαινε από την καρδιά της.
Ξαφνικά η Εγκουέν κινήθηκε και ο Ραντ είδε ότι πήγαινε να βοηθήσει τη Νυνάβε. “Εγκουέν, όχι!” φώναξε, αλλά αυτή δεν σταμάτησε. Το χέρι του είχε πλησιάσει το σπαθί του με την κραυγή της Νυνάβε, αλλά τώρα το παράτησε και όρμησε στην Εγκουέν. Ρίχτηκε πάνω της πριν αυτή κάνει το τρίτο βήμα κι έπεσαν και οι δύο στο χώμα. Η Εγκουέν έπεσε από κάτω του με μια πνιχτή κραυγή και αμέσως άρχισε να σφαδάζει για να ελευθερωθεί.
Ο Ραντ κατάλαβε ότι και οι άλλοι είχαν βγει από την ακινησία τους. Το τσεκούρι του Πέριν στριφογύριζε στα χέρια του και τα μάτια του έλαμπαν χρυσαφένια και άγρια. “Σοφία!” ούρλιαξε ο Ματ, με το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ στη γροθιά του.
“Όχι!” φώναξε ο Ραντ. “Δεν μπορείτε να πολεμήσετε τους Αποδιωγμένους!” Μα εκείνοι πέρασαν δίπλα του τρέχοντας, σαν να μην τον είχαν ακούσει, με τα μάτια στη Νυνάβε και στους δύο Αποδιωγμένους.
Ο Άγκινορ τους κοίταξε ατάραχος... και χαμογέλασε.
Ο Ραντ ένιωσε τον αέρα να σαλεύει από πάνω του, σαν το χτύπημα του μαστιγίου ενός γίγαντα. Ο Ματ και ο Πέριν, που δεν είχαν φτάσει ακόμα στους Αποδιωγμένους, σταμάτησαν, σαν να είχαν πέσει πάνω σε τοίχο, αναπήδησαν και σωριάστηκαν στο χώμα.
“Ωραία”, είπε ο Άγκινορ. “Ταιριαστό μέρος. Αν μάθετε πώς να ταπεινώνετε κατάλληλα τον εαυτό σας λατρεύοντάς μας, ίσως σας αφήσω να ζήσετε”.
Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος με βιαστικές κινήσεις. Ίσως να μην μπορούσε να πολεμήσει τους Αποδιωγμένους —κανένας απλός θνητός δεν το μπορούσε— αλλά δεν θα τους έδινε την ικανοποίηση να γονατίσει μπροστά τους. Έκανε να βοηθήσει την Εγκουέν να σηκωθεί, αλλά εκείνη τον χαστούκισε και σηκώθηκε μόνη της, ξεσκονίζοντας θυμωμένα το φόρεμά της. Ο Ματ κι ο Πέριν επίσης είχαν σηκωθεί πεισματικά, με ασταθείς κινήσεις.
“Θα μάθετε”, είπε ο Άγκινορ, “αν θέλετε να ζήσετε. Τώρα που βρήκα αυτό που έχω ανάγκη” —το βλέμμα του στράφηκε στην πέτρινη αψίδα— “ίσως αφιερώσω λίγο χρόνο για να σας διδάξω”.