Выбрать главу

Δεν θα έλεγε κανείς ότι το δωμάτιο άστραφτε από καθαριότητα, αν το σύγκρινε με τα σπίτια που είχαν οι πιο πολλές νοικοκυρές — στο τραπέζι ήταν η θήκη των τσιμπουκιών του Ταμ και το Τα Ταξίδια τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρου, ενώ ένα άλλο βιβλίο, με ξύλινη επένδυση, κειτόταν στο μαξιλαράκι της καρέκλας για το διάβασμα· ένα χάμουρο, που ήθελε επισκευή, βρισκόταν στον πάγκο κοντά στο τζάκι και μερικά πουκάμισα για μπάλωμα ήταν σωριασμένα σε μια καρέκλα. Παρ’ όλο όμως που δεν ήταν τόσο αψεγάδιαστο, ήταν αρκετά καθαρό και τακτοποιημένο, είχε μια φιλική ατμόσφαιρα και έμοιαζε να προσφέρει ζέστη και παρηγοριά, όσο και η φωτιά. Εδώ μπορούσες να ξεχάσεις την παγωνιά που υπήρχε πέρα από τους τοίχους. Δεν υπήρχε ψεύτικος Δράκοντας εδώ. Ούτε πόλεμοι, ή Άες Σεντάι. Ούτε άνδρες με μαύρους μανδύες. Η ευωδιά της κατσαρόλας, που κρεμόταν πάνω από τη φωτιά, απλωνόταν στο δωμάτιο, και έκανε την πείνα του Ραντ να θεριεύει.

Ο πατέρας του ανακάτεψε την κατσαρόλα με μια μακριά ξύλινη κουτάλα, έπειτα πήρε λίγο να γευτεί. “Λίγο ακόμα”.

Ο Ραντ έτρεξε να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του· υπήρχε ένα κανάτι και μια λεκάνη σε ένα τραπεζάκι πλάι στην πόρτα. Αυτό που ήθελε ήταν ένα καυτό μπάνιο για να διώξει τον ιδρώτα και την παγωνιά, αλλά πρώτα έπρεπε να ζεσταθεί ο βραστήρας στο πίσω δωμάτιο.

Ο Ταμ έψαξε σε ένα ντουλάπι και έβγαλε ένα κλειδί, μακρύ σαν το χέρι του. Το έβαλε στη μεγάλη, σιδερένια κλειδαριά της πόρτας και το γύρισε. Όταν ο Ραντ τον κοίταξε ερωτηματικά, του απάντησε, “Καλύτερα να είμαστε σίγουροι. Ίσως τα βγάζω από το νου μου, ίσως ο καιρός να μου φέρνει μια μαύρη διάθεση, αλλά...”

Αναστέναξε και χτύπησε το κλειδί στην παλάμη του. “Θα κλειδώσω την πίσω πόρτα”, είπε, και χάθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Ο Ραντ δεν θυμόταν να είχαν κλειδώσει ποτέ τις πόρτες. Κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν κλείδωνε πόρτες. Δεν υπήρχε λόγος. Μέχρι τώρα.

Από πάνω, από την κρεβατοκάμαρα του Ταμ, ακούστηκε ένα ξύσιμο, σαν να έσερνε κάτι στο πάτωμα. Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Αν ο Ταμ δεν είχε αποφασίσει στα καλά καθούμενα να μετακινήσει τα έπιπλα, η μόνη απάντηση ήταν ότι τραβούσε το παλιό σεντούκι, αυτό που είχε κάτω από το κρεβάτι του. Κάτι ακόμα που δεν είχε γίνει ποτέ, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ.

Γέμισε μια τσαγιέρα με νερό και την κρέμασε σε ένα άγκιστρο πάνω από τη φωτιά και μετά έστρωσε το τραπέζι. Τις γαβάθες και τα κουτάλια τα είχε σμιλέψει μόνος του. Τα μπροστινά παντζούρια ήταν ακόμα ανοιχτά και κοιτούσε έξω πού και πού, αλλά είχε πια πέσει η νύχτα και το μόνο που φαινόταν ήταν οι σκιές του φεγγαρόφωτου. Ο σκοτεινός καβαλάρης θα μπορούσε να είναι εκεί έξω, αλλά ο Ραντ προσπάθησε να μην το σκέφτεται.

Όταν ξαναγύρισε ο Ταμ, ο Ραντ τον κοίταξε έκπληκτος. Γύρω από τη μέση του τυλιγόταν μια πλατειά ζώνη και από τη ζώνη κρεμόταν ένα σπαθί, μ’ ένα μπρούτζινο ερωδιό στο μαύρο θηκάρι και άλλον έναν στη μακριά λαβή. Οι μόνοι που είχε δει ποτέ ο Ραντ να φορούν σπαθί ήταν οι φύλακες των εμπόρων. Και ο Λαν, φυσικά. Δεν του είχε περάσει από το νου πως ίσως είχε σπαθί και ο πατέρας του. Αν εξαιρούσες τους ερωδιούς, έμοιαζε πολύ με το σπαθί του Λαν.

“Πού βρέθηκε αυτό;” ρώτησε. “Το πήρες από πραματευτή; Πόσο πλήρωσες;”

Ο Ταμ γύμνωσε αργά το όπλο· η φωτιά από το τζάκι παιχνίδισε στη μακριά αστραφτερή λεπίδα του. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις απλές, τραχιές λεπίδες που είχε δει ο Ραντ στα χέρια των φυλάκων των εμπόρων. Δεν το στόλιζαν πετράδια, ή χρυσός, αλλά όμως του φαινόταν επιβλητικό. Η λεπίδα, ελάχιστα κυρτή, με κόψη στη μία πλευρά μόνο, είχε άλλον έναν ερωδιό σκαλισμένο στο ατσάλι. Κοντά κιγιόν, δουλεμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με σιρίτια, περιέκλειαν τη λαβή. Έμοιαζε εύθραυστο, σε σύγκριση με τα σπαθιά των φυλάκων τα περισσότερα ήταν δίκοπα και τόσο χοντρά που έκοβαν δέντρο.

“Το πήρα πριν πολύ καιρό”, είπε ο Ταμ, “πολύ μακριά από δω. Και το πλήρωσα πανάκριβα· δυο χάλκινα είναι πολύ ακριβή τιμή για τέτοιο σπαθί. Η μητέρα σου είχε άλλη γνώμη, μα ήταν πάντα πιο σοφή από μένα. Εγώ τότε ήμουν νέος και μου φάνηκε πως άξιζε τα λεφτά του. Εκείνη ήθελε να το ξεφορτωθώ και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα πως είχε δίκιο, ότι έπρεπε να το είχα δώσει”.