“Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!” Ο θαλερός βγήκε από τα δέντρα, με φωνή σαν κεραυνός που χτυπά αρχαία βελανιδιά. “Δεν ανήκετε εδώ!”
Ο Άγκινορ του έριξε μια σύντομη, περιφρονητική ματιά. “Άπαγε! Η εποχή σου τελείωσε, όλο σου το είδος εκτός από σένα έγινε σκόνη από καιρό. Ζήσε τη ζωή που σου έχει απομείνει και να χαίρεσαι που δεν αξίζεις την προσοχή μας”.
“Αυτό το μέρος είναι δικό μου”, είπε ο Θαλερός, “και δεν θα βλάψετε τίποτα το ζωντανό εδώ πέρα”.
Ο Μπάλταμελ τίναξε τη Νυνάβε στην άκρη σαν κουρέλι κι αυτή έπεσε σαν παρατημένο ρούχο, με μάτια ορθάνοιχτα, με άνευρο το κορμί, σαν να είχαν λιώσει όλα της τα κόκαλα. Το δερματοντυμένο χέρι του υψώθηκε και ο Θαλερός βρυχήθηκε, καθώς άρχισε να βγαίνει καπνός από τα κλήματα που τυλίγονταν στο κορμί του. Ο άνεμος στα δέντρα αντιλάλησε τον πόνο του.
Ο Άγκινορ στράφηκε πάλι στον Ραντ και τους άλλους, σαν να είχε ξεμπερδέψει με τον Θαλερό, όμως εκείνος με μια δρασκελιά πλησίασε, τον έφτασε και τύλιξε τα ογκώδη, ολόφυλλα χέρια του γύρω από τον Μπάλταμελ, υψώνοντάς τον ψηλά, λιώνοντάς τον πάνω σε μια μάζα από πυκνά αναρριχητικά φυτά· η μαύρη δερμάτινη μάσκα γελούσε μπροστά σε φουντουκίσια μάτια γεμάτα θυμό. Τα μπράτσα του Μπάλταμελ σφάδασαν σαν φίδια και ελευθερώθηκαν και τα γαντοφορεμένα χέρια του άρπαξαν το κεφάλι του θαλερού, σαν να ήθελε να το ξεκολλήσει. Φλόγες πετάχτηκαν από τα σημεία που άγγιζαν τα χέρια, τα κλήματα άρχισαν να μαραίνονται και τα φύλλα να πέφτουν. Ο Θαλερός ξεφώνισε, καθώς πυκνός, μαύρος καπνός αναδυόταν ανάμεσα από τα κλήματα του κορμιού του. Ο βρυχηθμός του δεν έλεγε να σταματήσει, λες κι έβγαινε από το στόμα του με τον καπνό που ξεπηδούσε από τα χείλη του.
Ξαφνικά ο Μπάλταμελ συσπάστηκε στη λαβή του Θαλερού. Τα χέρια του Αποδιωγμένου, που πριν τον έσφιγγαν, τώρα προσπάθησαν να τον σπρώξουν. Ένα γαντοφορεμένο χέρι απλώθηκε... και ένα μικρό αναρριχητικό πετάχτηκε μέσα από το μαύρο δέρμα. Ένας μύκητας τύλιξε το χέρι του, από κείνους που αγκαλιάζουν δέντρα στις βαθιές σκιές του δάσους κι από το τίποτα μεγάλωσε και διογκώθηκε για να τον καταπιεί ολόκληρο, Ο Μπάλταμελ σπαρτάρισε κι ένα βλαστάρι από τσουκνίδα ξέσχισε το κέλυφός του, λειχήνες έχωσαν τις ρίζες τους και άνοιξαν μικρές χαραμάδες στο δέρμα που κάλυπτε το πρόσωπό του, κισσοί έσπασαν τα μάτια της μάσκας του, μανιτάρια νεκροκεφαλές του έσχισαν το στόμα.
Ο Θαλερός πέταξε κάτω τον Αποδιωγμένο. Ο Μπάλταμελ σπάραζε και σειόταν, καθώς όλα τα πράγματα που φυτρώνουν σε μέρη σκοτεινά κι όσα έχουν σπόρους κι όσα αγαπούν την υγρασία φούσκωναν και θέριευαν, έσχιζαν ρούχα και δέρμα και σάρκα —Ήταν σάρκα αυτό, που φάνηκε σε μια φευγαλέα στιγμή χλοερού μένους;- και άφηναν κουρέλια και ξεφτίδια και τον σκέπαζαν ολόκληρο, ώσπου στο τέλος απέμεινε μονάχα ένας σωρός, που σε τίποτα δεν ξεχώριζε από πολλούς άλλους στα σκιερά βάθη του καταπράσινου δάσους, ένας σωρός ακίνητος σαν κι αυτούς.
Μ’ ένα βογκητό, σαν κλαρί που έσπαζε κάτω από μεγάλο βάρος, ο Θαλερός σωριάστηκε στο χώμα Το μισό κεφάλι του είχε γίνει κάρβουνο. Ακόμα υψώνονταν από το σώμα του πλοκάμια καπνού, σαν γκρίζα αναρριχητικά. Καμένα φύλλα έπεφταν, καθώς άπλωνε με πόνο το μαυρισμένο χέρι του για να χαϊδέψει απαλά ένα βελανίδι.
Η γη τραντάχτηκε, καθώς ανάμεσα στα δάχτυλά του υψωνόταν το βλαστάρι μιας βελανιδιάς. Το κεφάλι του Θαλερού χαμήλωσε, αλλά το βλαστάρι πήδηξε με δύναμη προς τον ήλιο. Ρίζες τινάχτηκαν και χόντρυναν, χώθηκαν κάτω από το χώμα και ξαναβγήκαν, χόντρυναν κι άλλο καθώς βυθίζονταν. Ο κορμός πλάτυνε και τεντώθηκε προς τα πάνω και ο φλοιός γκρίζαρε και γέμισε ρωγμές, μοιάζοντας αρχαίος. Κλαριά απλώθηκαν και βάρυναν, μεγάλα σαν χέρια, μεγάλα σαν άνθρωποι και υψώθηκαν για να χαϊδέψουν τον ουρανό, γεμάτα πυκνά φύλλα, φορτωμένα βελανίδια. Ο πελώριος ιστός των ριζών, όργωσε τη γη καθώς εκτεινόταν ο ήδη πελώριος κορμός τρεμούλιασε, πλάτυνε, στρογγύλεψε, μεγάλος πια σαν σπίτι. Ακολούθησε γαλήνη. Και μια βελανιδιά, που θα μπορούσε να είναι και πεντακοσίων ετών, ήταν στο σημείο που είχε πέσει ο Θαλερός, σημάδι για τον τάφο ενός θρύλου. Η Νυνάβε ξάπλωνε στις ροζιασμένες ρίζες, που είχαν καμπυλώσει κάτω από το σώμα της, κάνοντας της κρεβάτι για να αναπαυτεί. Ο άνεμος αναστέναξε ανάμεσα στα κλαριά της βελανιδιάς· έμοιαζε να μουρμουρίζει έναν αποχαιρετισμό.
Ακόμα και ο Άγκινορ έμοιαζε αποσβολωμένος. Μετά σήκωσε το κεφάλι και τα σπηλαιώδη μάτια του φλογιζόταν από μίσος. “Αρκετά! Ήρθε η ώρα να τελειώσουν όλα αυτά!”
“Ναι, Αποδιωγμένε”, είπε η Μουαραίν, με φωνή παγερή σαν χειμωνιάτικος πάγος. “Ήρθε η ώρα!”
Το χέρι της Άες Σεντάι υψώθηκε και το χώμα γκρεμίστηκε κάτω από τα πόδια του Άγκινορ. Φλόγες πετάχτηκαν μουγκρίζοντας από το χάσμα, λυσσομανώντας στον άνεμο που ούρλιαζε, καθώς ερχόταν απ’ όλες τις κατευθύνσεις, παρασέρνοντας ένα ορυμαγδό φύλλων στη φωτιά που έμοιαζε να πυκνώνει, φτιάχνοντας μια πηχτή κοκκινοκίτρινη σούπα αμιγούς θερμότητος. Εκεί, στη μέση, στεκόταν ο Άγκινορ και τα πόδια του στηρίζονταν στον αέρα. Ο Αποδιωγμένος φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά μετά χαμογέλασε και έκανε ένα βήμα μπροστά. Ήταν αργό βήμα, σαν να προσπαθούσε η φωτιά να τον καθηλώσει σε κείνο το σημείο, αλλά το έκανε και ύστερα έκανε άλλο ένα.