Выбрать главу

“Τρέξτε!” πρόσταξε η Μουαραίν. Το πρόσωπό τη ήταν κάτωχρο από τον κόπο. “Τρέξτε, όλοι σας!” Ο Άγκινορ περπατούσε στον αέρα, πλησίαζε το χείλος της πυράς.

Ο Ραντ είδε ότι οι άλλοι δεν είχαν μείνει ακίνητοι. Με την άκρη του ματιού έβλεπε τον Ματ και τον Πέριν να ορμούν, τον Λόιαλ με τα μακριά του πόδια να τρέχει προς τα δέντρα, αλλά είχε μάτια μονάχα για την Εγκουέν. Στεκόταν εκεί, μαρμαρωμένη, με το πρόσωπο χλωμό και τα μάτια κλειστά. Ο Ραντ συνειδητοποίησε πως δεν την πάγωνε ο φόβος. Προσπαθούσε να στρέψει την ασήμαντη, ανεκπαίδευτη γνώση της Δύναμης που είχε ενάντια στον Αποδιωγμένο.

Την άρπαξε απότομα από το μπράτσο και την τράβηξε για να τον αντικρίσει. “Τρέξε!” της φώναξε. Τα μάτια της άνοιξαν, τον κοίταξαν, θυμωμένα με την παρέμβαση του, γεμάτα μίσος για τον Άγκινορ, φόβο για τον Αποδιωγμένο. “Τρέξε”, της είπε, σπρώχνοντάς την προς τα δέντρα, τόσο δυνατά που την ξάφνιασε. “Τρέξε!” Όταν αυτή ξεκίνησε, δεν σταμάτησε να τρέχει.

Αλλά το μαραμένο πρόσωπο του Άγκινορ γύρισε προς αυτόν, προς την Εγκουέν που έτρεχε πίσω του, καθώς ο Αποδιωγμένος περπατούσε στις φλόγες, σαν να μην αφορούσε καθόλου τον Άγκινορ αυτό που έκανε η Άες Σεντάι. Προς την Εγκουέν.

“Όχι αυτήν!” φώναξε ο Ραντ. “Που να σε κάψει το Φως, όχι αυτήν!” Άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή ταυ Άγκινορ. Πριν φτάσει στο πρόσωπο του Άγκινορ, η πέτρα έγινε μια χούφτα σκόνη.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε μονάχα μια στιγμή ακόμα, μόνο για ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του και να δει ότι η Εγκουέν είχε κρυφτεί στα δέντρα. Οι φλόγες ακόμα έζωναν τον Άγκινορ, μέρη του μανδύα του σιγόκαιγαν, αλλά προχωρούσε σαν να είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του και η άκρη της φωτιάς ήταν κοντά. Ο Ραντ γύρισε κι έτρεξε. Πίσω του άκουσε τη Μουαραίν να ουρλιάζει.

51

Εναντίον της Σκιάς

Το έδαφος ανηφόριζε εκεί που πήγαινε ο Ραντ, αλλά ο φόβος έδινε στα πόδια του δύναμη και προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές, περνώντας μέσα από ανθισμένους θάμνους και πλεγμένες αγριοτριανταφυλλιές, σκορπίζοντας πέταλα, χωρίς να τον νοιάζει αν τα αγκάθια έσχιζαν τα ρούχα του, ή ακόμα και τη σάρκα του. Η Μουαραίν είχε πάψει να ουρλιάζει. Του φαινόταν ότι οι κραυγές της δεν είχαν τελειωμό, η μια πιο σπαραχτική από την άλλη, αλλά ήξερε ότι είχαν κρατήσει λίγες μόνο στιγμές. Λίγες στιγμές και μετά ο Άγκινορ θα τον κυνηγούσε. Ήξερε ότι ο Άγκινορ ακολουθούσε αυτόν. Είχε δει τη βεβαιότητα στα βυθισμένα μάτια του Αποδιωγμένου, το τελευταίο εκείνο δευτερόλεπτο, πριν ο τρόμος τον κάνει να το βάλει στα πόδια.

Το έδαφος έγινε ακόμα πιο ανηφορικό, αλλά συνέχισε να σκαρφαλώνει, αρπάζοντας τα χαμηλά φυτά για να τραβηχτεί, με πέτρες και χώμα και φύλλα να κυλούν στην πλαγιά κάτω από τα πόδια του και τελικά έρποντας με χέρια και πόδια, όταν η πλαγιά έγινε τόσο απότομη. Μπροστά, πιο πάνω, ήταν πιο επίπεδη. Ανέβηκε λαχανιασμένος τις τελευταίες απλωσιές, σηκώθηκε όρθιος και σταμάτησε, θέλοντας να ουρλιάξει.

Δέκα απλωσιές μπροστά του, ο λόφος κοβόταν απότομα. Ήξερε τι θα έβλεπε πριν φτάσει εκεί, αλλά πάντως πλησίασε, με κάθε βήμα πιο βαρύ από το προηγούμενο, ελπίζοντας να υπήρχε κάποιο μονοπάτι, ένας κατσικόδρομος, κάτι. Στο χείλος κοίταξε κάτω, το γκρεμό των πενήντα μέτρων, το τείχος του βράχου, που ήταν λείο σαν πλανισμένη σανίδα

Πρέπει να υπάρχει δρόμος. Θα γυρίσω πίσω και πάω από γύρω. Θα γυρίσω πίσω και―

Όταν στράφηκε, ο Αγκινορ ήταν εκεί, μόλις έφτανε στη ράχη. Ο Αποδιωγμένος ανηφόριζε το λόφο δίχως δυσκολία, περπατώντας στην απότομη πλαγιά σαν να ήταν ίσιο έδαφος. Τα ρουφηγμένα μάτια του τον κοίταζαν γεμάτα φλόγες από κείνο το τεντωμένο πρόσωπο σαν περγαμηνή· με κάποιον τρόπο, τώρα, έμοιαζε λιγότερο μαραμένο από πριν, πιο σαρκώδες, σαν κάτι να είχε χορτάσει τον Αγκινορ. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον Ραντ, όταν όμως ο Αγκινορ μίλησε, ήταν σχεδόν σαν να μονολογούσε.

“Ο Μπα’άλζαμον θα προσφέρει ανταμοιβή πέρα από τα όνειρα ενός θνητού σε όποιον σε φέρει στο Σάγιολ Γκουλ Όμως τα όνειρά μου πάντα ήταν ανώτερα των άλλων και άφησα πίσω μου τη θνητότητα πριν από χιλιετίες. Τι αλλάζει αν υπηρετήσεις τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους ζωντανός ή νεκρός; Για την επικράτηση της Σκιάς, δεν υπάρχει διαφορά. Γιατί να μοιραστώ την εξουσία μαζί σου; Γιατί να σκύψω το κεφάλι σε σένα; Εγώ, που αντιμετώπισα τον Λουζ Θέριν Τέλαμον στην ίδια την Αίθουσα των Υπηρετών. Εγώ, που αντιπολέμησα τον Άρχοντα του Πρωινού και τον αντιμετώπισα ως ίσος προς ίσον. Δεν νομίζω”.