Выбрать главу

Το στόμα του Ραντ ξεράθηκε σαν χώμα· ένιωθε τη γλώσσα του μαραμένη σαν του Αγκινορ. Οι φτέρνες του έξυσαν το χείλος του γκρεμού και έριξαν πέτρες. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω, αλλά άκουσε τις πέτρες να χτυπούν και να ξαναχτυπούν στον απόκρημνο βράχο, ακριβώς όπως θα έκανε το σώμα του, αν έκανε πίσω έστω κι έναν πόντο. Δεν είχε καταλάβει προηγουμένως ότι οπισθοχωρούσε, μακριά από τον Αποδιωγμένο. Πρέπει να υπάρχει τρόπος να του ξεφύγω. Τρόπος να το σκάσω! Πρέπει να υπάρχει! Κάποιος τρόπος!

Ξαφνικά ένιωσε κάτι, το είδε, αν και ήξερε ότι δεν ήταν ορατό. Ένα λαμπερό σχοινί ξεκινούσε από τον Αγκινορ, από πίσω του, λευκό, σαν το φως του ήλιου όταν το βλέπεις μέσα από κατάλευκο σύννεφο, βαρύτερο από χέρι σιδερά, ελαφρύτερο από αέρα, που συνέδεε τον Αποδιωγμένο με κάτι μακρινό και πέρα από κάθε γνώση, κάτι που μπορούσε να το αγγίξει το χέρι του Ραντ. Το σχοινί παλλόταν και με κάθε παλμό ο Άγκινορ δυνάμωνε, η σάρκα του ζωντάνευε, γινόταν άνδρας ψηλός και δυνατός σαν τον Ραντ, ένας άνδρας πιο σκληρός από τον Πρόμαχο, πιο θανάσιμος κι από τη Μάστιγα. Όμως πλάι σε κείνο τον αστραφτερό λώρο ο Αποδιωγμένος έμοιαζε σχεδόν σαν να μην υπήρχε. Ο λώρος ήταν τα πάντα. Βομβούσε. Τραγουδούσε. Καλούσε την ψυχή του Ραντ. Ένα λαμπερό νήμα από κει υψώθηκε, αιωρήθηκε, τον άγγιξε, και του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. Φως τον πλημμύρισε και ζέστη, που θα έπρεπε να τον είχε κάψει, αλλά απλώς τον ζέστανε, σαν να έδιωχνε την παγωνιά του τάφου από τα κόκαλά του. Το νήμα χόντρυνε. Πρέπει να ξεφύγω!

“Όχι!” φώναξε ο Άγκινορ. “Δεν θα το πάρεις! Είναι δικό μου!”

Ο Ραντ δεν κουνήθηκε, ούτε και ο Αποδιωγμένος, αλλά πάλεψαν ίδια σαν να είχαν κυλιστεί στο χώμα. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του Άγκινορ, που δεν ήταν πια μαραμένο, δεν ήταν πια γέρικο· ήταν το πρόσωπο ενός δυνατού άνδρα στην ακμή του. Ο Ραντ παλλόταν μαζί με το κυμάτισμα του λώρου, σαν το χτυποκάρδι του κόσμου. Γέμιζε το είναι του. Φως γέμιζε το μυαλό του, ώσπου είχε απομείνει μια γωνία μόνο για ό,τι ήταν ο εαυτός του. Τύλιξε το κενό γύρω από κείνη τη γωνιά· προστάτευσε το κενό. Να ξεφύγω!

“Δικό μου” ούρλιαξε ο Άγκινορ. “Δικό μου!”

Μια ζέστη άρχισε να δυναμώνει μέσα στον Ραντ, η ζέστη του ήλιου, η ακτινοβολία του ήλιου, να ξεχειλίζει, η φρικτή ακτινοβολία του φωτός, του Φωτός. Να ξεφύγω!

“Δικό μου!” Φλόγες τινάχτηκαν από το στόμα του Άγκινορ, πετάχτηκαν από τα μάτια του σαν δόρατα φωτιάς και ούρλιαξε·

Να ξεφύγω!

Και ο Ραντ δεν ήταν πια στην κορυφή του λόφου. Έτρεμε με το Φως που τον διαπότιζε. Το μυαλό του δεν δούλευε· το τύφλωναν το φως και η ζέστη. Το Φως. Στο μέσον του κενού, το Φως τύφλωνε το μυαλό του, τον σάστιζε με δέος.

Στεκόταν σε ένα πλατύ βουνίσιο πέρασμα, κυκλωμένο από τραχιές μαύρες κορυφές, σαν τα δόντια του Σκοτεινού. Ήταν πραγματικό· βρισκόταν εκεί. Ένιωθε τους βράχους κάτω από τις μπότες του, την παγωμένη αύρα στο πρόσωπό του.

Γύρω του δινόταν μια μάχη, ή ήταν το τέλος μιας μάχης. Αρματωμένοι άνδρες σε αρματωμένα άλογα, κρατώντας αστραφτερό ατσάλι που τώρα ήταν σκονισμένο, έκοβαν και κάρφωναν Τρόλοκ, που γρύλιζαν και κράδαιναν τσεκούρια με καρφιά και σπαθιά όμοια με δρεπάνια. Μερικοί άνδρες πολεμούσαν πεζοί, καθώς τα άλογά τους είχαν σκοτωθεί, ενώ αρματωμένα άλογα κάλπαζαν τριγύρω με άδειες σέλες. Ξέθωροι πηγαινοέρχονταν, με τους κατάμαυρους μανδύες τους να κρέμονται ασάλευτοι, όσο κι αν έτρεχαν τα μαύρα άλογά τους. Άνδρες πέθαιναν εκεί που χτυπούσαν τα φωτοβόρα σπαθιά τους. Ήχοι χτυπούσαν τον Ραντ, τον χτυπούσαν και αναπηδούσαν σ’ αυτό το παράξενο «κάτι», που του έσφιγγε το λαιμό. Η κλαγγή του ατσαλιού σε ατσάλι, τα λαχανιάσματα και τα γρυλίσματα των ανδρών και των Τρόλοκ που μάχονταν, τα ουρλιαχτά των ανδρών και των Τρόλοκ που πέθαιναν. Μέσα στον ορυμαγδό, λάβαρα ανέμιζαν στη σκόνη του αέρα. Το Μαύρο Γεράκι του Φαλ Ντάρα, το Λευκό Ελάφι του Σίναρ, και άλλα πολλά. Και λάβαρα των Τρόλοκ. Έβλεπε το κερασφάρο κρανίο των Ντά’βολ, την κόκκινη σαν αίμα τρίαινα των Κο-μπαλ, τη σιδερένια γροθιά των Νταϊ’μον κι αυτά ήταν μόνο όσα έβλεπε εκεί κοντά.

Αλλά ήταν πράγματι το τέλος μιας μάχης, μια σύντομη παύση, καθώς άνθρωποι και Τρόλοκ οπισθοχωρούσαν για να ανασυγκροτηθούν. Δεν φάνηκαν να προσέχουν τον Ραντ, καθώς αντάλλασσαν μερικά τελευταία χτυπήματα και απομακρύνονταν, καλπάζοντας, ή τρέχοντας ασταθώς, στις άκρες του περάσματος.