Выбрать главу

Ο Ραντ κοίταξε την άκρη του περάσματος, όπου οι άνθρωποι ανασυντάσσονταν, με τις φιλάνδρες να σαλεύουν κάτω από τις αστραφτερές λεπίδες των λογχών. Πληγωμένοι άνδρες έγερναν στη σέλα τους. Άλογα χωρίς αναβάτες ορθώνονταν και κάλπαζαν. Ήταν φανερό πως δεν θα άντεχαν άλλη εμπλοκή, αλλά ήταν εξίσου φανερό ότι ετοιμάζονταν για μια τελευταία εφόρμηση. Μερικοί τώρα τον είχαν δει· κάποιοι σηκώθηκαν στους αναβολείς και τον έδειξαν. Οι φωνές τους ήχησαν στ’ αυτιά του ψιλές κι απόμακρες.

Στριφογύρισε παραπατώντας. Οι δυνάμεις του Σκοτεινού γέμιζαν το άλλο άκρο του περάσματος· τα μαύρα δόρατα και τα ακόντια έπνιγαν τις πλαγιές του βουνού, που φαίνονταν ακόμα πιο μαύρες με τη μεγάλη μάζα των Τρόλοκ, η οποία είχε συντριπτική αριθμητική υπεροχή μπροστά στο στρατό του Σίναρ. Ξέθωροι κατά εκατοντάδες προχωρούσαν μπροστά στην ορδή και οι άγριες μουσούδες των Τρόλοκ στρέφονταν αλλού με φόβο και τα πελώρια κορμιά τους αποτραβιούνταν για να κάνουν χώρο. Στον ουρανό, τα Ντραγκχάρ πετούσαν με δερμάτινες φτερούγες, αψηφώντας τον άνεμο με δυνατές τσιρίδες. Τώρα τον είδαν και οι Ημιάνθρωποι, τον έδειξαν, ενώ τα Ντραγκχάρ έστριψαν και βούτηξαν. Δύο. Τρία. Έξι, που έκρωζαν στριγκά καθώς έπεφταν πάνω του.

Τα κοίταξε. Μια ζέστη τον πλημμύρισε, η πύρινη λάβρα του αγγιγμένου ήλιου. Έβλεπε καθαρά τα Ντραγκχάρ, άψυχα μάτια σε χλωμά ανθρώπινα πρόσωπα, σε φτερωτά σώματα, που δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο πάνω τους. Τρομακτική ζέστη. Καμίνι.

Από τον καθαρό ουρανό έπεσαν κεραυνοί, κάθε παρακλάδι τους κοφτό και καθαρό, που αποτυπώθηκαν στα μάτια του· κάθε κεραυνός χτύπησε μια από τις μαύρες φτερωτές μορφές. Οι κραυγές του κυνηγιού έγιναν ουρλιαχτά θανάτου και οι καρβουνιασμένες μορφές έπεσαν και άφησαν του ουρανό καθαρό.

Η ζέστη. Η τρομακτική ζέστη του Φωτός.

Ο Ραντ έπεσε στα γόνατα· του φάνηκε πως άκουγε τα δάκρια να τριζοβολούν στα μάγουλά του καθώς εξατμίζονταν. “Όχι!” Αρπάχτηκε από τις τούφες του αραιού γρασιδιού για να κρατηθεί κάπως από την πραγματικότητα· το γρασίδι ξέσπασε σε φλόγες. “Σε παρακαλώ, όχιιιιιιι!”

Ο άνεμος δυνάμωσε με τη φωνή του, ούρλιαξε με τη φωνή του, βρυχήθηκε με τη φωνή του και την έσυρε στο πέρασμα, υψώνοντας τις φλόγες, για να γίνουν ένα πύρινο τείχος που έφυγε μακριά από τον Ραντ κι έτρεξε προς τα στίφη των Τρόλοκ γρηγορότερα από άλογο που κάλπαζε. Η φωτιά έκαψε τους Τρόλοκ και τα βουνά τρεμούλιασαν από τις κραυγές τους, κραυγές σχεδόν εξίσου δυνατές με τον άνεμο και τη φωνή του.

“Πρέπει να τελειώσει!”

Χτύπησε το έδαφος με τη γροθιά του και η γη αντήχησε σαν γκονγκ. Έκοψε τα χέρια του στο πετρώδες έδαφος και η γη τραντάχτηκε. Κυματάκια κύλησαν στο έδαφος μπροστά του, ψήλωσαν κι έγιναν κύματα, κύματα από χώμα και πέτρες που ορθώθηκαν πάνω από Τρόλοκ και Ξέθωρους, σπάζοντας από πάνω τους, όπως τα βουνά θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια με τις οπλές τους. Μια αναβράζουσα μάζα από σάρκα και χώματα και βράχια θέρισε το στρατό των Τρόλοκ. Αυτό που απέμεινε όρθιο ήταν πάλι μια πανίσχυρη δύναμη, μα τώρα ήταν απλώς διπλάσια από το στρατό των ανθρώπων, με τους στρατιώτες της να τρέχουν πέρα-δώθε, φοβισμένοι και μπερδεμένοι.

Ο άνεμος καταλάγιασε. Τα ουρλιαχτά έσβησαν. Η γη γαλήνεψε. Η σκόνη και καπνός γύρισαν στροβιλιστά από το πέρασμα και τον περικύκλωσαν.

“Που να σε τυφλώσει το Φως, Μπα’άλζαμον! Αυτό πρέπει να τελειώσει!”

ΟΧΙ ΕΔΩ Δεν ήταν η σκέψη του Ραντ· το κρανίο του δονήθηκε.

ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΩ. ΜΟΝΟ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, ΑΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙ

“Πού;” Δεν ήθελε να το πει, αλλά το είπε πριν προλάβει να κλείσει το στόμα του. “Πού;”

Η αχλύς που τον κύκλωνε χώρισε κι άφησε ένα θόλο από καθαρό, διαυγή αέρα με ύψος δέκα απλωσιές, περιτειχισμένο από στροβιλιζόμενους καπνούς και σκόνη. Σκαλιά υψώθηκαν μπροστά του, το καθένα μόνο του και δίχως στήριγμα, ανεβαίνοντας ψηλά στη θολούρα, που έκρυβε τον ήλιο.

ΟΧΙ ΕΔΩ Μέσα στην ομίχλη, σαν να ερχόταν από μια μακρινή γωνιά της γης, ακούστηκε μια κραυγή. “Το Φως το θέλει!” Το έδαφος σείστηκε από τον κεραυνό των οπλών, καθώς οι δυνάμεις της ανθρωπότητας εξαπέλυαν την τελική επίθεσή τους.

Μέσα στο κενό, το μυαλό του γνώρισε μια στιγμή πανικού. Οι καβαλάρηδες που εφορμούσαν δεν μπορούσαν να τον δουν στη σκόνη· με το πέρασμά τους θα τον τσαλαπατούσαν. Το μεγαλύτερο τμήμα του εαυτού του αγνόησε το έδαφος που σειόταν, σαν να ήταν κάτι ασήμαντο, αδιάφορο. Με ένα θολό θυμό να του κινεί τα πόδια, ανέβηκε τα πρώτα βήματα. Πρέπει να δοθεί ένα τέλος!

Τον τύλιξε το σκοτάδι, το πλήρες έρεβος του απολύτως τίποτα. Τα σκαλιά ήταν ακόμα εκεί, αιωρούνταν στη μαυρίλα, κάτω από τα πόδια του και πιο μπροστά. Όταν γύρισε γα κοιτάξει, εκείνα που ήταν πίσω είχαν εξαφανιστεί, είχαν σβήσει στο τίποτα, στην ανυπαρξία γύρω του. Όμως ο λώρος ήταν ακόμα εκεί, εκτεινόταν μπροστά του, μια λαμπερή γραμμή που έφθινε και χανόταν στο βάθος. Δεν ήταν χοντρή όσο πριν, αλλά ακόμα παλλόταν, του μετάγγιζε αντοχή, ζωή, τον γέμιζε Φως. Ο Ραντ συνέχισε να σκαρφαλώνει.