Выбрать главу

Του φαινόταν πως σκαρφάλωνε παντοτινά. Για πάντα και ακόμα περισσότερο. Ο χρόνος στο τίποτα ήταν ασάλευτος, Ο χρόνος κυλούσε γρηγορότερα. Συνέχισε να σκαρφαλώνει, ώσπου ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα, με επιφάνεια τραχιά και σχισμένη και γέρικη, μια πόρτα που τη θυμόταν πολύ καλά. Την άγγιξε και η πόρτα έγινε χίλια κομμάτια. Ενώ ακόμα έπεφταν κάτω, αυτός πέρασε και μπήκε, με τις σχίζες του ξύλου να πέφτουν από τους ώμους του.

Κι ο θάλαμος ήταν επίσης όπως τον θυμόταν, ο τρελός ουρανός με τις ραβδώσεις πέρα από τη βεράντα, οι λιωμένοι τοίχοι, το γυαλισμένο τραπέζι, το τρομακτικό τζάκι με τις βρυχώμενες φλόγες που δεν έδιναν ζέστη. Μερικά από τα πρόσωπα που αποτελούσαν το τζάκι, που σφάδαζαν από αγωνία, άγγιζαν κάτι στη μνήμη του, σαν να τα ήξερε, αλλά κράτησε το κενό κοντά του, αιωρούμενο στην αδειανωσύνη μέσα του. Ήταν μόνος του. Όταν κοίταξε τον καθρέφτη στον τοίχο, το πρόσωπό του ήταν εκεί καθαρό, σαν να ήταν πραγματικά αυτός.. Υπάρχει γαλήνη στο κενό.

“Ναι”, είπε ο Μπα’άλζαμον από το τζάκι, “σκεφτόμουν πως η απληστία του Άγκινορ θα τον πρόδιδε. Μα τελικά δεν αλλάζει τίποτα Η αναζήτηση ήταν μεγάλη, αλλά τώρα τελείωσε. Είσαι εδώ και σε γνωρίζω”.

Μέσα στο Φως έπλεε το κενό και μέσα στο κενό αιωρείτο ο Ραντ. Άπλωσε να βρει το χώμα της πατρίδας του και ένιωσε σκληρό βράχο, ξερό και αμετακίνητο, πέτρα δίχως έλεος, όπου μονάχα οι δυνατοί μπορούσαν να επιβιώσουν, μόνο εκείνοι που ήταν σκληροί σαν τα βουνά. “Βαρέθηκα να τρέχω”. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η φωνή του ήταν τόσο γαλήνια. “Βαρέθηκα να απειλείς τους φίλους μου. Δεν θα τρέξω άλλο πια”. Είδε ότι κι ο Μπα’άλζαμον είχε έναν λώρο. Έναν μαύρο λώρο, πολύ πιο χοντρό από το δικό του, τόσο φαρδύ, που το ανθρώπινο κορμί ήταν ασήμαντο μπροστά του, αλλά, αντίθετα, ο λώρος έμοιαζε ασήμαντος μπροστά στον Μπα’άλζαμον. Οι παλμοί που ταξίδευαν σ’ αυτή τη μαύρη φλέβα έτρωγαν φως,

“Λες να αλλάξει τίποτα, αν τρέξεις ή αν σταθείς;” Οι φλόγες στο στόμα του Μπα’άλζαμον γέλασαν. Τα πρόσωπα στο τζάκι έκλαψαν με την ευθυμία του αφέντη τους. “Πολλές φορές το έσκασες από μένα και κάθε φορά σε κυνηγώ και σε κάνω να καταπιείς την περηφάνια σου αρτυμένη με δάκρια ντροπής. Πολλές φορές στάθηκες και πολέμησες και μετά κλαψούριζες νικημένος, ικετεύοντας για έλεος. Έχεις μια επιλογή, σκουλήκι, μονάχα μία: γονάτισε στα πόδια μου και υπηρέτησέ με καλά και θα σου δώσω εξουσία ανώτερη θρόνων ή μείνε μια ανόητη μαριονέτα της Ταρ Βάλον και θα ουρλιάζεις, καθώς θα σε αλέθω στη σκόνη του χρόνου”.

Ο Ραντ ανασάλεψε, κοίταξε την πόρτα πίσω του, σαν να έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει. Ας το πίστευε αυτό ο Σκοτεινός. Πέρα από την πόρτα ήταν ακόμα το μαύρο του τίποτα, που το διαιρούσε το λαμπερό νήμα που ξεκινούσε από το σώμα του. Κι εκεί έξω, επίσης, απλωνόταν ο βαρύτερος λώρος του Μπα’άλζαμον, τόσο μαύρος, που ξεχώριζε στο σκοτάδι σα να είχε χιόνι για φόντο. Οι δύο λώροι πάλλονταν σαν φλέβες καρδιάς, αντίθετα ο ένας από τον άλλον, με το φως μετά βίας να αντιστέκεται στα κύματα του σκοταδιού.

“Υπάρχουν κι άλλες επιλογές”, είπε ο Ραντ. “Ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα, όχι εσύ. Κάθε παγίδα που μου έστησες, της ξέφυγα. Ξέφυγα από τους Ξέθωρους και τους Τρόλοκ σου, ξέφυγα από τους Σκοτεινόφιλους σου. Έψαξα και σε βρήκα εδώ και όπως ερχόμουν νίκησα το στρατό σου. Δεν υφαίνεις το Σχήμα”.

Τα μάτια του Μπα’άλζαμον βρυχήθηκαν σαν καμίνια. Τα χείλη του δεν σάλεψαν, μα ο Ραντ φαντάστηκε πως είχε ακούσει μια βλαστήμια για τον Άγκινορ. Έπειτα οι φλόγες έσβησαν και εκείνο το συνηθισμένο ανθρώπινο πρόσωπο του χαμογέλασε, με τρόπο που του έφερε ρίγος παρά τη ζέστη του Φωτός,

“Μπορώ να βρω κι άλλους στρατούς, ανόητε. Θα έρθουν στρατοί που δεν τους έχεις δει ούτε στο όνειρό σου. Και, με βρήκες; Σκουλήκι κάτω από πέτρα, εσύ με βρήκες; Άρχισα να στήνω το δρόμο σου τη μέρα που γεννήθηκες, το δρόμο που θα οδηγούσε ή στον τάφο ή εδώ. Οι Αελίτες — τους επέτρεψα να ξεφύγουν και άφησα μια να ζήσει, νια να προφέρει τις λέξεις που θα αντηχούσαν για χρόνια. Ο Τζάιν ο Γοργοπόδαρος, ένας ήρωας” —πρόφερε τη λέξη χλευαστικά- “που τον γελοιοποίησα και τον έστειλα να πάει στους Ογκιρανούς, πιστεύοντας πως ήταν ελεύθερος από μένα. Οι Μαύρες Άτζα, που τριγυρνούν όλο τον κόσμο, έρποντας σαν σκουλήκια στις κοιλιές τους για να σε βρουν. Τραβώ τα νήματα και η Έδρα της Αμερλιν χορεύει και νομίζει πως αυτή ελέγχει τα γεγονότα”.