Выбрать главу

Το κενό τρεμούλιασε· ο Ραντ το ξαναδυνάμωσε βιαστικά. Τα ξέρει όλα. Μπορεί να τα έκανε αυτός. Το Φως ζέσταινε το κενό. Η αμφιβολία ύψωσε φωνή και τη βούβανε, αφήνοντας μονάχα ένα σπόρο της. Πάλεψε, χωρίς να ξέρει αν ήθελε να θάψει το σπόρο, ή να τον φυτέψει. Το κενό σταθεροποιήθηκε, μικρότερο από πριν, ενώ ο Ραντ αιωρήθηκε μέσα στη γαλήνη.

Ο Μπα’άλζαμον δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. “Δεν έχει σημασία για μένα, αν σε αποκτήσω νεκρό ή ζωντανό, μόνο για σένα, για τη δύναμη που θα μπορούσες να έχεις. Θα με υπηρετήσεις, ή εσύ ή η ψυχή σου. Αλλά θα προτιμούσα να γονατίσεις μπροστά μου, ζωντανός παρά νεκρός. Μια μόνο γροθιά Τρόλοκ έστειλα στο χωριό σου, εκεί που θα μπορούσα να είχα στείλει χίλιες. Έναν Σκοτεινόφιλο να σε αντιμετωπίσει, εκεί που εκατό θα έρχονταν στον ύπνο σου. Κι εσύ, ανόητε, δεν τους ξέρεις καν όλους, ούτε αυτούς μπροστά σου, ούτε εκείνους πίσω σου, ούτε εκείνους στο πλευρό σου. Είσαι δικός μου, πάντα ήσουν δικός μου, σκυλί μου σε λουρί, και σε έφερα εδώ για να γονατίσεις στον αφέντη σου, ή να πεθάνεις και να γονατίσει η ψυχή σου”.

“Σε αρνούμαι. Δεν έχεις εξουσία πάνω μου και δεν θα γονατίσω μπροστά σου, ζωντανός ή νεκρός”.

“Κοίτα”, είπε ο Μπα’άλζαμον. “Κοίτα”. Άθελά του, ο Ραντ γύρισε το κεφάλι.

Εκεί στεκόταν η Εγκουέν και η Νυνάβε, χλωμές και φοβισμένες, με άνθη στα μαλλιά. Και μια άλλη γυναίκα, λίγο μεγαλύτερη από τη Σοφία, πανέμορφη, με μαύρα μάτια, ντυμένη με φόρεμα των Δύο Ποταμών, με λαμπερά μπουμπούκια κεντημένα στο λαιμό.

“Μητέρα;” είπε απαλά κι εκείνη χαμογέλασε μ’ ένα απελπισμένο χαμόγελο. Το χαμόγελο της μητέρας του. “Όχι! Η μητέρα μου είναι νεκρή και οι άλλες δύο είναι ασφαλείς μακριά από δω. Σε αρνούμαι!” Η Εγκουέν και η Νυνάβε θόλωσαν, έγιναν αχλύς που διαλύθηκε στον αέρα και χάθηκαν. Η Κάρι αλ’Θορ ακόμα στεκόταν εκεί, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από φόβο.

“Αυτή, τουλάχιστον”, είπε ο Μπα’άλζαμον, “είναι δική μου για να την κάνω ό,τι θελήσω”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, “Σε αρνούμαι”. Οι λέξεις βγήκαν με δυσκολία. “Είναι νεκρή, ασφαλής από σένα, εκεί, στο Φως”.

Τα χείλη της μητέρας του έτρεμαν. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της· το κάθε ένα τον έκαιγε σαν οξύ. “Ο Άρχοντας του Τάφου είναι δυνατότερος απ’ όσο ήταν κάποτε, γιε μου”, του είπε. Τα χέρια του φτάνουν πιο μακριά. Ο Πατέρας του Ψεύδους έχει γλυκιά γλώσσα για τις ανύποπτες ψυχές. Γιε μου. Μονάκριβε, πολυαγαπημένε γιε μου. Θα σε έσωζα, αν μπορούσα, μα τώρα είναι ο αφέντης μου και το καπρίτσιο του νόμος της ύπαρξής μου. Δεν μπορώ παρά να τον υπακούω και να κλαψουρίζω για την εύνοιά του. Βοήθησέ με, γιε μου. Σε παρακαλώ βοήθησε με. Βοήθησε με. Βοήθησέ με! ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!”

Ο θρήνος βγήκε από μέσα της, καθώς την πλησίαζαν Ξέθωροι με αποκαλυμμένα πρόσωπα, χλωμοί και ανόφθαλμοι. Της έσχισαν τα ρούχα με τα ασπριδερά χέρια τους, χέρια που κρατούσαν λαβίδες και μέγγενες και πράγματα που έκαιγαν και μαστίγωναν και έσχιζαν τη γυμνή της σάρκα. Το ουρλιαχτό της δεν είχε τέλος.

Το ουρλιαχτά του Ραντ ήταν ηχώ του δικού της. Το κενό έβρασε μέσα στο νου του. Το σπαθί του ήταν στο χέρι του. Όχι η λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, αλλά μια λεπίδα φωτός, μια λεπίδα του Φωτός. Τη στιγμή που το σήκωνε, ένας φλογισμένος λευκός κεραυνός πετάχτηκε από την άκρη του, σαν να είχε απλωθεί η ίδια η λεπίδα. Άγγιξε τον κοντινότερο Ξέθωρο και μια εκτυφλωτική αστραπή γέμισε το θάλαμο, αστράφτοντας μέσα από τους Ημιανθρώπους, σαν κερί που φαίνεται μέσα από χαρτί, τυφλώνοντας τα μάτια του μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή.

Μέσα από τη λάμψη, άκουσε έναν ψίθυρο. “Σ’ ευχαριστώ, γιε μου. Το Φως. Το ευλογημένο Φως”.

Η λάμψη έσβησε και έμεινε μόνος του στο θάλαμο με τον Μπα’άλζαμον. Τα μάτια του Μπα’άλζαμον έκαιγαν σαν το Χάσμα του Χαμού· αλλά οπισθοχώρησε μπροστά στη λεπίδα, σαν να ήταν πραγματικά το ίδιο το Φως. “Ανόητε! Θα καταστραφείς! Δεν μπορείς να τη χειριστείς ακόμα. Εκτός αν σε διδάξω!”

“Τελείωσε”, είπε ο Ραντ και κατέβασε το σπαθί στο μαύρο λώρο του Μπα’άλζαμον.

Ο Μπα’άλζαμον ούρλιαξε καθώς έπεφτε το σπαθί, ούρλιαξε ώσπου οι πέτρινοι τοίχοι σείστηκαν και το ατέλειωτο ουρλιαχτό δυνάμωσε κι άλλο, καθώς η λεπίδα του Φωτός έκοβε το λώρο. Τα κομμένα άκρα τινάχτηκαν, σαν να ήταν τεντωμένα. Το άκρο που απλωνόταν στο τίποτα εκεί έξω άρχισε να ζαρώνει, καθώς τραβιόταν μακριά· το άλλο πετάχτηκε πάνω στον Μπα’άλζαμον και τον έριξε στο τζάκι. Ένα σιωπηλό γέλιο φάνηκε ανάμεσα στις άηχες στριγκλιές των βασανισμένων προσώπων. Οι τοίχοι τρεμούλιασαν και ράγισαν το πάτωμα φούσκωσε και κομμάτια πέτρας έπεσαν από την οροφή.

Καθώς τα πάντα γύρω του διαλύονταν, ο Ραντ σημάδεψε με το σπαθί την καρδιά του Μπα’άλζαμον. “Τελείωσε!”