Выбрать главу

Φως εξαπολύθηκε από τη λεπίδα, με μια βροχή από φλογισμένες σπίθες, σαν σταγόνες από λιωμένο, λευκοπυρωμένο μέταλλο. Ο Μπα’άλζαμον, αλυχτώντας, σήκωσε τα χέρια σε μια μάταια προσπάθεια να προστατευτεί. Φλόγες τσίριξαν στα μάτια του, ενώθηκαν με άλλες φλόγες, καθώς η πέτρα έπαιρνε φωτιά, η πέτρα των τοίχων που ράγιζαν, η πέτρα του πατώματος που έγερνε, η πέτρα που έβρεχε από την οροφή. Ο Ραντ ένιωσε το λαμπερό νήμα που ήταν ενωμένο μαζί του να λεπταίνει, ώσπου μονάχα το φέγγος απέμεινε, αλλά έβαλε τα δυνατά του, χωρίς να ξέρει τι έκανε ή πώς, μόνο ξέροντας πως αυτό έπρεπε να τελειώσει. Πρέπει να τελειώσει!

Η φωτιά γέμισε το θάλαμο, μια θάλασσα φωτιάς. Είδε τον Μπα’άλζαμον να μαραίνεται σαν φύλλο, τον άκουσε να ουρλιάζει, ένιωσε τις κραυγές να γδέρνουν τα κόκαλά του. Η φλόγα έγινε αγνό, κατάλευκο φως, λαμπρότερο από τον ήλιο. Έπειτα χάθηκε και το τελευταίο τρεμόσβησμα του νήματος και ο Ραντ άρχισε να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο έρεβος, ακούγοντας το ουρλιαχτό του Μπα’άλζαμον να σβήνει.

Κάτι τον χτύπησε με τρομερή δύναμη, τον έλιωσε και το λιωμένο κορμί του σφάδασε και ούρλιαξε από τη φωτιά που μαινόταν εντός του, από το πεινασμένο κρύο, που έκαιγε δίχως τέλος.

52

Δεν Υπάρχει Ούτε Αρχή Ούτε Τέλος

Κατάλαβε τον ήλιο, πρώτα, που ταξίδευε σ’ έναν ανέφελο ουρανό και γέμιζε τα μάτια του, που δεν ανοιγόκλειναν. Έμοιαζε να προχωρά σπασμωδικά, να στέκει μέρες ακίνητος, έπειτα να χιμά μπροστά με μια πινελιά φωτός, να τινάζεται με κραδασμούς προς τον μακρινό ορίζοντα, με τη μέρα να περνά μαζί του. Φως. Αυτό κάτι πρέπει να σημαίνει. Η σκέψη ήταν κάτι το καινούριο. Μπορώ να σκεφτώ. Εγώ να σκεψτώ. Μετά ήρθε ο πόνος, η μνήμη του πυρετού που τον τυραννούσε, οι μώλωπες από τους σπασμούς και που τον έριχναν πέρα-δώθε σαν κούκλα. Και μια βρώμα. Μια λιγδερή καΐλα, που γέμιζε τα ρουθούνια και το κεφάλι του.

Γύρισε από την άλλη μεριά με μύες που πονούσαν, σηκώθηκε στα χέρια και τα γόνατα. Κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τις λιγδερές στάχτες στις οποίες κειτόταν, στάχτες σκορπισμένες, που σπίλωναν την πέτρα της λοφοκορφής. Μαζί με τα αποκαΐδια υπήρχαν ανακατεμένα κουρέλια από ένα σκουροπράσινο ύφασμα, κομματάκια καμένα στις άκρες που είχαν γλιτώσει από τις φλόγες.

Ο Άγκινορ.

Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Προσπάθησε να σκουπίσει τις μαύρες κηλίδες της στάχτης από τα ρούχα του και τινάχτηκε μακριά από τα υπολείμματα του Αποδιωγμένου. Τα χέρια του γλιστρούσαν αδύναμα, χωρίς να προχωρά σχεδόν καθόλου. Προσπάθησε να στηριχτεί και στα δύο χέρια κι έπεσε προς τα μπρος. Ένα απόκρημνο χάσμα πρόβαλε κάτω από το πρόσωπο του, ένα λείο πέτρινο τείχος, που άρχισε να στριφογυρνά μπροστά στα μάτια του, καθώς το βάθος τον καλούσε. Όλα γύριζαν μέσα στο κεφάλι του και έκανε εμετό από το χείλος του γκρεμού.

Τρέμοντας, σύρθηκε πίσω με την κοιλιά, ώσπου μπροστά στα μάτια του υπήρχε μόνο γερός βρόχος και μετά ξάπλωσε ανάσκελα, λαχανιασμένος. Με αρκετή δυσκολία, έβγαλε το σπαθί από τη θήκη. Λίγες στάχτες μόνο έμεναν από το κόκκινο πανί. Τα χέρια του έτρεμαν, όταν το σήκωσε μπροστά στο πρόσωπο του· χρειάστηκε και τα δύο του χέρια για να το σηκώσει. Ήταν μια λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού -Το σημάδι του ερωδιού; Ναι. Ο Ταμ. Ο πατέρας μου― αλλά και πάλι ήταν από απλό ατσάλι. Τρεις φορές προσπάθησε με τρεμουλιαστά χέρια για να την ξαναβάλει στο θηκάρι. Ήταν κάτι διαφορετικό. Ή υπήρχε κι άλλο σπαθί

“Το όνομά μου”, είπε μετά από λίγο, “είναι Ραντ αλ’Θορ”. Κι άλλη μια ανάμνηση χτύπησε το κεφάλι του σαν μολυβένια μπάλα και βόγκηξε. “Ο Σκοτεινός”, ψιθύρισε. “Ο Σκοτεινός είναι νεκρός”. Δεν υπήρχε πια λόγος να φυλάγεται. “Ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός”. Ο κόσμος φάνηκε να τραντάζεται. Το σώμα του σείστηκε μ’ ένα βουβό γέλιο, ώσπου από τα μάτια του κύλησαν δάκρια. “Ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός!” Γέλασε προς τον ουρανό. Άλλες αναμνήσεις. “Εγκουέν!” Αυτό το όνομα σήμαινε κάτι σημαντικό.

Σηκώθηκε όρθιος με πόνο, τρέμοντας σαν ιτιά στον άνεμο, και πέρασε τρεκλίζοντας δίπλα από τις στάχτες του Άγκινορ, χωρίς να τις κοιτάξει. Δεν έχει πια σημασία. Το πρώτο, το απότομο μέρος της πλαγιάς, το κατέβηκε μάλλον πέφτοντας παρά περπατώντας, κουτρουβαλώντας και γλιστρώντας από θάμνο σε θάμνο. Όταν έφτασε σε πιο επίπεδο έδαφος, οι μώλωπές του τον πονούσαν ακόμα περισσότερο, αλλά βρήκε δύναμη να σταθεί, οριακά. Εγκουέν. Άρχισε να τρέχει, σκοντάφτοντας. Φύλλα και πέταλα λουλουδιών έπεφταν και τον έλουζαν, καθώς χωνόταν μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Πρέπει να τη βρω. Ποια είναι;

Τα χέρια και τα πόδια του πιο πολύ έμοιαζαν να ανεμίζουν σαν μακριά φύλλα γρασιδιού παρά να πηγαίνουν εκεί που τα ήθελε. Τρεκλίζοντας, έπεσε σε ένα δέντρο, βρόντηξε στον κορμό του, τόσο δυνατά που μούγκρισε. Φύλλα έπεσαν βροχή στο κεφάλι του, καθώς πίεζε το πρόσωπό του στον τραχύ φλοιό και έσφιγγε το δέντρο για να μην πέσει χάμω. Εγκουέν. Άφησε το δέντρο και συνέχισε βιαστικά. Ξαναέγειρε σχεδόν αμέσως, κόντεψε να πέσει, αλλά ανάγκασε τα πόδια του να κάνουν πιο γρήγορα, να τρέξουν προς την κατεύθυνση της πτώσης, έτσι που προχώρησε παραπατώντας με σεβαστή ταχύτητα, ενώ συνεχώς ήταν ένα μόνο βήμα πριν το σημείο να πέσει στα μούτρα του. Η κίνηση έκανε τα πόδια του πιο δεκτικά στις διαταγές του. Βρέθηκε σιγά-οιγά να τρέχει όρθιος, με τα χέρια του να πηγαινοέρχονται και τα μακριά του πόδια να τον κατεβάζουν στο λόφο με άλματα. Βγήκε με ορμή στο ξέφωτο, που τώρα το μισογέμιζε η μεγάλη βελανιδιά που σημάδευε τον τάφο του Θαλερού. Υπήρχε η λευκή πέτρινη αψίδα, που ήταν σημαδεμένη με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, αλλά και ο βαθύς μαυρισμένος λάκκος, όπου η φωτιά και ο αέρας είχαν προσπαθήσει να παγιδέψουν τον Άγκινορ και είχαν αποτύχει.