Выбрать главу

“Εγκουέν! Εγκουέν, πού είσαι;” Μια όμορφη κοπέλα ύψωσε τα μεγάλα μάτια της· καθόταν γονατιστή κάτω από τα μακριά κλαδιά, με λουλούδια και καφετιά φύλλα βελανιδιάς στα μαλλιά της. Ήταν λεπτή και νέα και φοβισμένη. Ναι, αυτή είναι. Φυσικά. “Εγκουέν, δόξα στο Φως που είσαι καλά”.

Υπήρχαν άλλες δύο γυναίκες μαζί της, η μια με τρομαγμένα μάτια και μακριά πλεξούδα, που είχε ακόμα μερικούς αυγερινούς να τη στολίζουν. Η άλλη κειτόταν ξαπλωμένη, με το κεφάλι στο μαξιλάρι που σχημάτιζαν οι διπλωμένοι μανδύες, ενώ ο δικός της ουρανί μανδύας δεν κατάφερνε να κρύψει το κουρελιασμένο φόρεμα της. Φαίνονταν καμένα σημεία και κοψίματα στο πολυτελές ύφασμα και το πρόσωπό της ήταν χλωμό, αλλά είχε τα μάτια ανοιχτά. Η Μουαραίν. Ναι, η Άες Σεντάι. Και η Σοφία, η Νυνάβε. Και οι τρεις γυναίκες τον κοίταζαν με διαπεραστικό βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια.

“Είσαι καλά, ε; Εγκουέν Δεν σε πείραξε”. Τώρα μπορούσε να περπατήσει χωρίς να παραπατά —και μόνο που την έβλεπε ήθελε να το ρίξει στο χορό, χωρίς να λογαριάζει τις μελανάδες και τα άλλα — όμως αισθάνθηκε ωραία, όταν κάθισε σταυροπόδι δίπλα τους.

“Δεν τον είδα, μετά απ’ όταν με—” Κοίταζε το πρόσωπό του αβέβαια. “Κι εσύ, Ραντ;”

“Καλά είμαι”. Γέλασε. Άγγιξε το μάγουλό της και αναρωτήθηκε αν είχε φανταστεί την κίνηση που έκανε αυτή, σαν να αποτραβιόταν λιγάκι. “Με λίγη ξεκούραση και θα γίνω περδίκι. Νυνάβε; Μουαραίν Σεντάι;” Τα ονόματα ήταν σαν καινούργια στο στόμα του.

Τα μάτια της Σοφίας ήταν γέρικα, αρχαία στο νεαρό πρόσωπό της, αλλά κούνησε το κεφάλι της. “Μερικές μελανιές”, είπε, κοιτάζοντάς τον συνεχώς. “Η Μουαραίν είναι η μόνη... η μόνη από μας που έπαθε κάτι σοβαρό”.

“Πιο πολύ η περηφάνια μου πληγώθηκε”, είπε εκνευρισμένα η Άες Σεντάι, τραβώντας το μανδύα που είχε για κουβέρτα. Φαινόταν σαν να ήταν άρρωστη καιρό, ή σαν κάποιος να την είχε κακομεταχειριστεί, αλλά, παρά τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, το βλέμμα της ήταν σκληρό και γεμάτο δύναμη. “Ο Άγκινορ ξαφνιάστηκε και θύμωσε που τον συγκράτησα τόση ώρα, αλλά, ευτυχώς, δεν προλάβαινε να ασχοληθεί μαζί μου. Ξαφνιάστηκα κι εγώ που τον κράτησα τόσο. Στην Εποχή των Θρύλων, ο Άγκινορ ήταν σχεδόν ισάξιος στη δύναμη με τον Σφαγέα και τον Ισαμαήλ”.

“Ο Σκοτεινός και όλοι οι Αποδιωγμένοι”, απήγγειλε η Εγκουέν με αχνή, αβέβαια φωνή, “είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, παγιδευμένοι από τον Δημιουργό...” Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα.

“Ο Άγκινορ και ο Μπάλταμελ πρέπει να ήταν παγιδευμένοι κοντά στην επιφάνεια”. Η Μουαραίν είχε ύφος σαν να το είχε εξηγήσει κι άλλοτε και την ενοχλούσε που τα ξανάλεγε. “Το σφράγιστρο της φυλακής του Σκοτεινού εξασθένισε αρκετά ώστε να ελευθερωθούν. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που δεν ελευθερώθηκαν κι άλλοι Αποδιωγμένοι. Αν συνέβαινε αυτό, θα τους είχαμε δει”.

“Δεν έχει σημασία”, είπε ο Ραντ. “Ο Άγκελμαρ και ο Μπάλταμελ είναι νεκροί, το ίδιο και ο Σαϊ’—”

“Ο Σκοτεινός”, τον έκοψε η Άες Σεντάι. Ακόμα και άρρωστη, η φωνή της ήταν σταθερή και τα μαύρα μάτια της επιβάλλονταν. “Καλύτερα να τον αποκαλούμε ακόμα Σκοτεινό. Ή τουλάχιστον Μπα’άλζαμον”.

Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους. “Όπως επιθυμείς. Αλλά είναι νεκρός. Ο Σκοτεινός είναι νεκρός. Τον σκότωσα. Τον έκαψα με...” Τότε τον πλημμύρισαν και οι υπόλοιπες μνήμες κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Μία Δύναμη. Χειρίστηκα τη Μια Δύναμη. Κανένας άνδρας δεν μπορεί να... Έγλειψε τα χείλη του, που ξαφνικά είχαν στεγνώσει. Μια σπιλιάδα αέρα έκανε τα φύλλα γύρω τους να στροβιλιστούν, αλλά δεν ήταν πιο παγωμένη από την καρδιά του. Τον κοίταζαν, οι τρεις τους. Τον παρακολουθούσαν. Δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια. Άπλωσε το χέρι στην Εγκουέν και αυτή τη φορά σίγουρα δεν ήταν στη φαντασία του ότι τραβήχτηκε μακριά του. “Εγκουέν;” Γύρισε το πρόσωπό της αλλού και ο Ραντ κατέβασε το χέρι του.