Τους το είπες;” είπε ο Ραντ βραχνά. “Αν το ξέρουν όλοι...”
“Μόνο στον Λαν”, είπε καλοσυνάτα η Μουαραίν. “Πρέπει να το ξέρει. Και στη Νυνάβε και την Εγκουέν, γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που θα γίνουν. Οι άλλοι δεν έχουν ανάγκη, ακόμη”.
“Γιατί όχι;” Το σφίξιμο στο λαρύγγι του έκανε τη φωνή του να βγαίνει τραχιά. “Θα θέλεις να με ειρηνέψεις, ε; Αυτό δεν κάνουν οι Άες Σεντάι στους άνδρες που μπορούν να χειριστούν τη Δύναμη; Τους αλλάζουν έτσι ώστε να μην μπορούν; Τους κάνουν ασφαλείς; Ο Θομ είπε ότι οι άνδρες που έχουν ειρηνευτεί πεθαίνουν, επειδή δεν θέλουν πια να ζήσουν. Γιατί δεν λες ότι θα με πάρεις στην Ταρ Βάλον για να με γαληνέψουν;”
“Είσαι τα’βίρεν”, απάντησε η Μουαραίν. “Ίσως το Σχήμα δεν ξεμπέρδεψε ακόμα μαζί σου”.
Ο Ραντ ανακάθισε. “Στα όνειρα, ο Μπα’άλζαμον είπε ότι η Ταρ Βάλον και η Έδρα της Άμερλιν θα προσπαθούσαν να με χρησιμοποιήσουν. Είπε ονόματα και τώρα τα θυμάμαι. Ραολίν Ντάρκσμπεην και Γκουαίρ Αμαλάσαν. Γιούριαν Στόουνμποου. Ντάβιαν. Λογκαίν”. Πιο δύσκολο του ήταν να πει το τελευταίο. Η Νυνάβε χλόμιασε και η Εγκουέν έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, αλλά ο Ραντ συνέχισε θυμωμένα. “Όλοι τους ψεύτικοι Δράκοντες. Μην πας να το αρνηθείς. Ε λοιπόν, δεν θα με χρησιμοποιήσουν. Δεν είμαι ένα εργαλείο, που μπορείς να το πετάξεις στα σκουπίδια όταν φθαρεί”.
“Όταν ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο σκοπό, δεν είναι ταπεινωτικό να χρησιμοποιηθεί γι’ αυτό το σκοπό” —η φωνή της Μουαραίν ήταν τραχιά σαν τη δική του- “αλλά εκείνος που πιστεύει τον Πατέρα του Ψεύδους ταπεινώνει τον εαυτό του. Λες ότι δεν θα αφήσεις να σε χρησιμοποιήσουν και μετά αφήνεις τον Σκοτεινό να χαράξει την πορεία σου, σαν κυνηγόσκυλο, που το έστειλε ο αφέντης του να κυνηγήσει λαγό”.
Οι γροθιές του σφίχτηκαν, γύρισε το κεφάλι από την άλλη. Αυτό έμοιαζε πολύ με εκείνα που είχε πει ο Μπα’άλζαμον. “Δεν είμαι κυνηγόσκυλο κανενός. Μ’ άκουσες; Κανενός!”
Ο Λόιαλ και οι άλλοι φάνηκαν στην αψίδα και ο Ραντ βιάστηκε να σηκωθεί όρθιος, κοιτάζοντας τη Μουαραίν.
“Δεν θα το μάθουν”, είπε η Άες Σεντάι, “αν δεν δώσει το Σχήμα”.
Οι φίλοι του είχαν πλησιάσει. Ο Λαν προπορευόταν, μοιάζοντας σκληρός όπως πάντα, αλλά και κάπως κουρασμένος. Είχε έναν επίδεσμο της Νυνάβε στους κροτάφους και περπατούσε με μουδιασμένο βήμα. Πίσω του, ο Λόιαλ κουβαλούσε ένα μεγάλο χρυσό κιβώτιο, περίτεχνα δουλεμένο και στολισμένο με ασήμι. Μόνο ένας Ογκιρανός θα μπορούσε να το σηκώσει αβοήθητος. Ο Πέριν αγκάλιαζε ένα μεγάλο πακέτο από διπλωμένο λευκό πανί και ο Ματ κρατούσε στις δυο του χούφτες του κάτι σαν κομμάτια από κάτι κεραμικό.
“Τελικά έζησες”. Ο Ματ γέλασε. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και έδειξε με το κεφάλι τη Μουαραίν. “Δεν μας άφηνε να ψάξουμε για σένα. Είπε. ότι έπρεπε να βρούμε τι έκρυβε ο Οφθαλμός. Εγώ θα πήγαινα, ούτως ή άλλως, αλλά η Νυνάβε και η Εγκουέν πήραν το μέρος της και μ’ έβαλαν να μπω στην αψίδα, σχεδόν με τις κλωτσιές”.
“Τώρα είσαι εδώ”, είπε ο Πέριν, “και δεν φαίνεσαι πολύ ταλαιπωρημένος”. Τα μάτια του δεν έλαμπαν, αλλά τώρα οι ίριδες ήταν ολόκληρες κίτρινες, “Αυτό είναι το σημαντικό. Είσαι εδώ και κάναμε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε, ό,τι κι αν ήταν. Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι τελειώσαμε και μπορούμε να φύγουμε. Σπίτι, Ραντ. Που να με κάψει το Φως, πόσο θέλω να πάω σπίτι”.
“Χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό, βοσκέ”, είπε με χοντρή φωνή ο Λαν. “Βλέπω ότι. κράτησες το σπαθί σου. Ίσως τώρα μάθεις να το χρησιμοποιείς”. Ο Ραντ ένιωσε μια ξαφνική συμπάθεια για τον Πρόμαχο· ο Λαν ήξερε, αλλά, τουλάχιστον στην επιφάνεια, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Σκέφτηκε πως για τον Λαν, ίσως, ούτε από μέσα δεν είχε αλλάξει τίποτα.
“Πρέπει να πω”, είπε ο Λόιαλ, ακουμπώντας το κιβώτιο κάτω, “ότι το ταξίδι με τους τα’βίρεν αποδείχθηκε ακόμα πιο ενδιαφέρον απ’ όσο περίμενα”. Τα αυτιά του συσπώνταν με βία. “Αν γίνει πιο ενδιαφέρον, θα γυρίσω ευθύς αμέσως στο Στέντιγκ Σανγκτάι, θα ομολογήσω τα πάντα στον Πρεσβύτερο Χάμαν και ποτέ δεν θα ξαναφήσω τα βιβλία μου”. Ξαφνικά ο Ογκιρανός χαμογέλασε πλατιά και το πλατύ του στόμα φάνηκε σαν να άνοιγε το κεφάλι του στα δύο. “Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Ραντ αλ’Θορ. Ο Πρόμαχος είναι ο μόνος από αυτούς τους τρεις που δείχνει κάποιο ενδιαφέρουν για τα βιβλία, και δεν μιλά. Τι έπαθες; Εμείς τρέξαμε και κρυφτήκαμε στο δάσος, μέχρι που η Μουαραίν Σεντάι έστειλε τον Λαν να μας βρει, αλλά δεν μας άφησε να ψάξουμε για σένα. Γιατί έλειψες τόσο, Ραντ;”
“Αρχισα να τρέχω”, είπε αυτός αργά, “ώσπου έπεσα σε μια πλαγιά και χτύπησα το κεφάλι σε μια πέτρα. Νομίζω ότι κατάφερα να πετύχω όλες τις πέτρες καθώς κουτρουβαλούσα”. Αστό θα εξηγούσε τους μώλωπες του. Κοίταξε την Άες Σεντάι και τη Νυνάβε και την Εγκουέν, αλλά η έκφρασή τους δεν άλλαξε καθόλου. “Όταν συνήρθα, είχα χαθεί και τελικά κατάφερα να ξαναβρεθώ εδώ πέρα. Νομίζω ότι ο Άγκινορ είναι νεκρός, έχει καεί. Βρήκα κάτι στάχτες και κομμάτια του μανδύα του”.