Выбрать главу

Το καθρέφτισμα της φωτιάς έκανε τη λεπίδα να μοιάζει σαν να καιγόταν. Ο Ραντ ξαφνιάστηκε. Συχνά φανταζόταν πως είχε σπαθί. “Να το δώσεις; Πώς είναι δυνατόν να δώσεις ένα τέτοιο σπαθί;”

Ο Ταμ ξεφύσηξε. “Είναι άχρηστο όταν θέλεις να βοσκήσεις τα πρόβατα, ε; Και δεν μπορείς μ’ αυτό να οργώσεις το χωράφι, ή να θερίσεις τα σπαρτά”. Κάθισε ατενίζοντας το σπαθί για αρκετή ώρα, σαν να αναρωτιόταν τι το ήθελε αυτό το πράγμα. Στο τέλος βαριαναστέναξε. “Αλλά, αν δεν με παρασέρνει η σκοτεινή μου φαντασία, αν μας έρθουν κακότυχες ώρες, ίσως χαρούμε που δεν το πέταξα, αντί να το φυλάξω μέσα στο παλιοσέντουκο”. Ξανάβαλε το σπαθί στο θηκάρι με μια επιδέξια κίνηση και σκούπισε το χέρι στο πουκάμισό του, κάνοντας μια γκριμάτσα. “Το βραστό θα ’χει γίνει. Εγώ θα το βάλω στα πιάτα κι εσύ ετοίμασε το τσάι”.

Ο Ραντ ένευσε και πήρε την τσαγιέρα, αλλά ήθελε να τα μάθει όλα. Γιατί άραγε ο Ταμ είχε αγοράσει σπαθί; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Και πού το είχε βρει ο Ταμ; Πόσο μακριά; Κανένας δεν έφευγε ποτέ από τους Δύο Ποταμούς· ελάχιστοι, τέλος πάντων. Πάντα σκεφτόταν, αόριστα, πως ο πατέρας του πρέπει να είχε φύγει από την περιοχή —η μητέρα του ήταν ξενομερίτισσα― αλλά σπαθί...; Είχε πολλές ερωτήσεις να κάνει, όταν θα κάθονταν στο τραπέζι.

Το νερό για το τσάι έβραζε δυνατά και ο Ραντ τύλιξε ένα πανί γύρω από το χερούλι της τσαγιέρας για να τη βγάλει από το άγκιστρο. Αμέσως το πότισε η θερμότητα. Καθώς ο Ραντ ανασηκωνόταν και απομακρυνόταν από τη φωτιά, ένας βαρύς χτύπος στην πόρτα τράνταξε την κλειδαριά. Όλες οι σκέψεις που γυρνούσαν στο μυαλό του για το σπαθί, ή για την καυτή τσαγιέρα στο χέρι του, χάθηκαν.

“Κάποιος γείτονας”, είπε αβέβαια. “Ο αφέντης Ντώτρυ που θέλει να δανειστεί...” Αλλά το αγρόκτημα του Ντώτρυ, του κοντινότερου γείτονά τους, ήταν μια ώρα δρόμος, ακόμα και με το φως της μέρας και ο Όρεν Ντώτρυ, αν και δανειζόταν δίχως ντροπή, μάλλον δεν θα έβγαινε από το σπίτι του νυχτιάτικα.

Ο Ταμ ακούμπησε απαλά στο τραπέζι τις γαβάθες με το βραστό. Απομακρύνθηκε αργά από το τραπέζι. Και τα δυο χέρια του ακουμπούσαν στη λαβή του σπαθιού. “Δεν πιστεύω να-” άρχισε να λέει και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, ενώ τα κομμάτια της σιδερένιες κλειδαριάς τινάχτηκαν και στροβιλίστηκαν στο πάτωμα.

Μια μορφή στεκόταν στην είσοδο, μεγαλύτερη από κάθε άλλον άνδρα που είχε δει ποτέ ο Ραντ, μια μορφή με μαύρη πλεχτή πανοπλία, που κρεμόταν ως τα γόνατά του, με καρφιά στους καρπούς και τους αγκώνες και τους ώμους. Το ένα χέρι έσφιγγε ένα βαρύ σπαθί, όμοιο με δρεπάνι· το άλλο είχε σηκωθεί στο ύψος των ματιών, λες κι ήθελε να τα προφυλάξει από το φως.

Ο Ραντ ένιωσε λιγάκι μια παράξενη ανακούφιση. Όποιος κι αν ήταν αυτός, δεν ήταν ο καβαλάρης με το μαύρο μανδύα. Έπειτα είδε τα κυρτά τραγίσια κέρατα στο κεφάλι, που άγγιζαν το πάνω μέρος της εξώπορτας κι εκεί που έπρεπε να βρίσκονται το στόμα και η μύτη υπήρχε μια τριχωτή μουσούδα. Όλα αυτά τα αντιλήφθηκε στο χρονικό διάστημα μιας βαθιάς ανάσας, την οποία άφησε να βγει με μια τρομαγμένη τσιρίδα, καθώς, χωρίς να το σκεφτεί, εξαπέλυε την καυτή τσαγιέρα προς το ημι-ανθρώπινο κεφάλι.

Το πλάσμα βρυχήθηκε, εν μέρει με ένα ουρλιαχτό πόνου, εν μέρει με ένα γρύλισμα ζώου, όταν το βραστό νερό έβρεξε το πρόσωπό του. Την στιγμή που η τσαγιέρα χτυπούσε το πλάσμα, ο Ταμ ξεθηκάρωνε το σπαθί. Ο βρυχηθμός έγινε ένα γουργουρητό και η πελώρια μορφή σωριάστηκε προς τα πίσω. Πριν καλά-καλά πέσει, μια άλλη πάσχιζε να περάσει κι αυτή. Ο Ραντ μόλις που μισοείδε ένα κακοπλασμένο κεφάλι με μυτερά κέρατα στην κορφή του, πριν το χτυπήσει ο Ταμ και τώρα δύο τεράστια κορμιά έφραζαν την πόρτα. Συνειδητοποίησε πως ο πατέρας του του φώναζε.

“Τρέξε, παλικάρι μου! Κρύψου στο δάσος!” Τα κορμιά στο κατώφλι τινάζονταν, καθώς άλλοι απ’ έξω προσπαθούσαν να τραβήξουν κατά μέρος. Ο Ταμ έχωσε τον ώμο του κάτω από το ογκώδες τραπέζι· μ’ ένα μουγκρητό, το αναποδογύρισε πάνω στο σωρό των κορμιών. “Είναι πολλοί, δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε! Βγες από πίσω! Πήγαινε! Πήγαινε! Θα σε ακολουθήσω!”

Ο Ραντ, ακόμα και τη στιγμή που έστριβε, ένιωσε ντροπή, που είχε υπακούσει τόσο γρήγορα. Ήθελε να μείνει και να βοηθήσει τον πατέρα του, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί με ποιον τρόπο, αλλά ο φόβος του έσφιγγε το λαιμό και τα πόδια του κινούνταν από μόνα τους. Βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, προς το πίσω μέρος του σπιτιού, γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Τον καταδίωξαν κρότοι και κραυγές από την εξώπορτα.