Выбрать главу

Τα ψέματα ηχούσαν κούφια στα αυτιά του. Δεν καταλάβαινε γιατί οι άλλοι δεν γελούσαν με περιφρόνηση και δεν του ζητούσαν να πει την αλήθεια, αλλά οι φίλοι του ένευσαν, τα δέχθηκαν και μουρμούρισαν λόγια συμπαράστασης, καθώς μαζεύονταν γύρω από την Άες Σεντάι για να της δείξουν τι είχαν βρει.

“Βοηθήστε με να σηκωθώ”, είπε η Μουαραίν. Η Νυνάβε και η Εγκουέν τη σήκωσαν σε καθιστή θέση· ακόμα κι έτσι, έπρεπε να τη στηρίζουν.

“Πώς μπορεί να ήταν αυτά τα πράγματα μέσα στον Οφθαλμό”, είπε ο Ματ, “χωρίς να καταστραφούν σαν τον βράχο;”

“Δεν τοποθετήθηκαν εκεί για να καταστραφούν”, είπε κοφτά η Άες Σεντάι, ενώ παραμέρισε τις υπόλοιπες ερωτήσεις τους σμίγοντας τα φρύδια, καθώς έπαιρνε από τον Ματ τα κομμάτια του αγγείου, που ήταν μαύρα και άσπρα και αστραφτερά.

Του Ραντ του έμοιαζαν να είναι παλιατσαρίες, αλλά η Μουαραίν τα ταίριαξε μ’ επιδεξιότητα στο χώμα πλάι της, σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο, μεγάλο σαν ανδρικό χέρι. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, η Φλόγα της Ταρ Βάλον ενωμένη με το Δόντι του Δράκοντα, μαύρο πλάι σε άσπρο. Για μια στιγμή, η Μουαραίν έμεινε κοιτώντας το, με πρόσωπο ανέκφραστο, έπειτα πήρε το μαχαίρι από τη ζώνη της και το έδωσε στον Λαν, κάνοντας νόημα προς τον κύκλο.

Ο Πρόμαχος ξεχώρισε το πιο μεγάλο κομμάτι, κατόπιν ύψωσε το μαχαίρι ψηλά και το κατέβασε μ’ όλη του τη δύναμη. Μια σπίθα πετάχτηκε, το θραύσμα αναπήδησε με την ορμή του χτυπήματος και η λεπίδα έσπασε μ’ ένα οξύ κρακ. Ο Λαν εξέτασε το σπασμένο κομμάτι που είχε μείνει στη λαβή και το πέταξε κατά μέρος. “Το καλύτερο ατσάλι από το Δάκρυ”, είπε ξερά.

Ο Ματ άρπαξε το θραύσμα και γρύλισε, έπειτα το έδειξε στους άλλους. Πάνω του δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι.

“Κουεντιγιάρ”, είπε η Μουαραίν, “Καρδιόπετρα. Κανένας δεν κατάφερε να το κατασκευάσει μετά την Εποχή των Θρύλων και ακόμα και τότε το κατασκεύαζαν μόνο για τους πιο σημαντικούς σκοπούς. Από τη στιγμή που θα κατασκευαστεί, τίποτα δεν μπορεί να το σπάσει. Ούτε καν και η Μία Δύναμη, που να τη χρησιμοποιεί η σπουδαιότερη Άες Σεντάι που έζησε ποτέ, βοηθούμενη από το πιο ισχυρό σα-ανγκριάλ. Όποια δύναμη κι αν στρέψει κανείς εναντίον της Καρδιόπετρας, απλώς θα την κάνει δυνατότερη”.

“Τότε πώς...;” Ο Ματ με το κομμάτι που κρατούσε έκανε μια χειρονομία προς τα άλλα.

“Αυτή ήταν μια από τις επτά σφραγίδες στη φυλακή του Σκοτεινού”, είπε η Μουαραίν. Ο Ματ πέταξε το κομμάτι, σαν να τον είχε κάψει. Για μια στιγμή, τα μάτια του Πέριν φάνηκαν πάλι σαν να έλαμπαν. Η Άες Σεντάι άρχισε να μαζεύει ήρεμα τα θραύσματα.

“Δεν έχει σημασία πια”, είπε ο Ραντ. Οι φίλοι του τον κοίταξαν παράξενα και ευχήθηκε να είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό.

“Φυσικά”, αποκρίθηκε η Μουαραίν. Όμως έβαλε προσεκτικά όλα τα κομμάτια στο σακίδιό της. “Φέρε μου το κιβώτιο”. Ο Λόιαλ το σήκωσε και το πλησίασε κοντά της.

Ο πεπλατυσμένος κύβος από ασήμι και χρυσό έμοιαζε να είναι συμπαγής, αλλά τα δάχτυλα της Άες Σεντάι ψηλάφισαν τα περίτεχνα στολίδια, πίεσαν, και με ένα ξαφνικό κλικ ένα καπάκι άνοιξε, σαν να είχε ελατήρια. Ένα κουλουριασμένο, χρυσό κέρας φώλιαζε μέσα του. Παρά τη λάμψη του, έμοιαζε απλό μπροστά στο κιβώτιο που το κρατούσε.

Τα μόνα σημάδια ήταν μια γραμμή από ασημένια γραφή, χαραγμένη στην άκρη του ανοίγματος. Η Μουαραίν σήκωσε το κέρας σαν να σήκωνε μωρό. “Αυτό πρέπει να μεταφερθεί στο Ίλιαν”, είπε απαλά.

“Στο Ίλιαν!” Ο Πέριν μούγκρισε. “Αυτό είναι σχεδόν στη Θάλασσα των Καταιγίδων, τόσο νότια από το σπίτι όσο είμαστε βόρεια τώρα”.

“Είναι...” Ο Λόιαλ σταμάτησε για να ξαναβρεί την ανάσα του. “Είναι δυνατόν να...;”

“Ξέρεις να διαβάζεις την Παλιά Γλώσσα;” ρώτησε η Μουαραίν και, όταν εκείνος ένευσε, του έδωσε το κέρας.

Ο Ογκιρανός το έπιασε απαλά σαν κι αυτήν και το χοντρό του δάχτυλο ακολούθησε απαλά τις γραμμές της γραφής. Τα μάτια του γούρλωσαν και ξαναγούρλωσαν και τα αυτιά του στάθηκαν ολόρθα. “Τία μι άβεν Μοριντίν ισάιντε βαντίν”, ψιθύρισε. “Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου”.

“Το Κέρας του Βαλίρ”. Για πρώτη φορά ο Πρόμαχος φαινόταν πραγματικά ταραγμένος· είχε μια νότα δέους η φωνή του.

Την ίδια στιγμή η Νυνάβε είπε με τρεμάμενη φωνή, “Για να καλέσει τους ήρωες των περασμένων Εποχών από τους νεκρούς για να πολεμήσουν τον Σκοτεινό”.

“Που να καώ!” είπε μαλακά ο Ματ.

Ο Λόιαλ ακούμπησε ευλαβικά το κέρας πάλι στη χρυσή φωλιά του.