Выбрать главу

Είχε βάλει τα χέρια του στο μεγάλο σύρτη της πίσω πόρτας, όταν η ματιά του έπεσε στη σιδερένια κλειδαριά, που δεν την κλείδωναν ποτέ. Μόνο που αυτό ακριβώς είχε κάνει ο Ταμ απόψε. Αφησε το σύρτη στη θέση του και έτρεξε σ’ ένα πλαϊνό παράθυρο, ανέβασε απότομα το πάνω μισό του παραθύρου και άνοιξε τα παντζούρια. Η νύχτα είχε πάρει τη θέση του σούρουπου. Η πανσέληνος και τα σύννεφα, που αργοταξίδευαν, έριχναν διάστικτες σκιές, που κυνηγιόντουσαν στην αυλή.

Σκιές, σκέφτηκε. Σκιές και τίποτ’ άλλο. Η πίσω πόρτα έτριξε, όταν, απ’ έξω, κάποιος, ή κάτι, προσπάθησε σπρώχνοντας να την ανοίξει. Το στόμα του ξεράθηκε. Ένα βίαιο χτύπημα τράνταξε την πόρτα στο πλαίσιό της και του έδωσε φτερά· γλίστρησε από το παράθυρο, σαν λαγός που πάει για την κρυψώνα του και ζάρωσε πλάι στον τοίχο του σπιτιού. Μέσα στο δωμάτιο τα ξύλα έσπασαν με ήχο κεραυνού.

Ανάγκασε τον εαυτό του να μισοσηκωθεί, τον πίεσε να κοιτάξει μέσα, μ’ ένα μόνο μάτι, από την άκρη του παραθύρου μόνο. Δεν διέκρινε πολλά μέσα στο σκοτάδι, αλλά είδε περισσότερα απ’ όσα ήθελε να δει. Η πόρτα κρεμόταν ανοιγμένη διάπλατα και σκιώδεις μορφές κινούνταν επιφυλακτικά στο δωμάτιο, μιλώντας με χαμηλές, λαρυγγώδεις φωνές. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όσα έλεγαν η γλώσσα ακουγόταν τραχιά, αταίριαστη για λαρύγγι ανθρώπου. Τσεκούρια και λόγχες και αγκαθωτά σύνεργα καθρέφτιζαν μουντά τις λιγοστές ακτίνες του φεγγαρόφωτου. Μπότες έγδερναν το πάτωμα και ακουγόταν, επίσης, ρυθμικοί, στακάτοι ήχοι, σαν από οπλές.

Προσπάθησε να ξαναφέρει λίγο σάλιο στο στόμα του. Ρούφηξε μια βαθιά, τραχιά ανάσα και φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, “Έρχονται από πίσω!” Τα λόγια ακούστηκαν σαν κρώξιμο, τουλάχιστον όμως ακούστηκαν. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα το κατάφερνε. “Είμαι έξω! Τρέξε, πατέρα!” Με την τελευταία λέξη όρμηξε, τρέχοντας μακριά από την αγροικία.

Σκληρές κραυγές, σε κείνη την παράξενη γλώσσα, ακούστηκαν μανιασμένες από το πίσω δωμάτιο. Κάποιο τζάμι έσπασε, με δυνατό, οξύ ήχο και κάτι έπεσε με βαρύ γδούπο στο έδαφος πίσω του. Ο Ραντ μάντεψε πως κάποιο από τα πλάσματα είχε αποφασίσει να βγει από το παράθυρο παρά να δοκιμάσει το άνοιγμα, αλλά δεν κοίταξε πίσω να δει αν είχε δίκιο. Σαν αλεπού, που τρέχει να ξεφύγει από λαγωνικά, όρμηξε στις κοντινότερες σκιές που έριχνε το φεγγάρι, σαν να ήθελε να κατευθυνθεί προς το δάσος και μετά έπεσε με την κοιλιά και σύρθηκε προς τον αχυρώνα και τις μεγάλες, βαθιές σκιές του. Κάτι έπεσε πάνω στον ώμο του και ο Ραντ σφάδαξε, χωρίς να ξέρει αν προσπαθούσε να παλέψει ή να το σκάσει, μέχρι που κατάλαβε πως τα είχε βάλει με το καινούργιο στειλιάρι της τσάπας που έφτιαχνε ο Ταμ. Βλάκα! Για μια στιγμή έμεινε ξαπλωμένος εκεί, προσπαθώντας να ξελαχανιάσει. Βρε Κόπλιν, βρε ανόητε! Τελικά σύρθηκε στο πλάι της πίσω πλευράς του αχυρώνα, τραβώντας μαζί του και το στειλιάρι. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν καλύτερο από το τίποτα. Κοίταξε επιφυλακτικά την αυλή και το σπίτι από τη γωνία.

Δεν υπήρχε ίχνος του πλάσματος που είχε τρέξει πίσω του. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Σίγουρα τον κυνηγούσε. Μπορεί και να σερνόταν προς το μέρος του εκείνη τη στιγμή.

Φοβισμένα βελάσματα ακούστηκαν, από τα μαντριά στα αριστερά του· το κοπάδι έτρεχε πέρα δώθε, σαν να προσπαθούσε να βρει διέξοδο. Σκιώδεις μορφές τρεμόπαιζαν στα φωτισμένα μπροστινά παράθυρα του σπιτιού και η κλαγγή του ατσαλιού πάνω σε ατσάλι αντηχούσε στο σκοτάδι. Ξαφνικά, ένα από τα παράθυρα έσκασε προς τα έξω μ’ ένα σύννεφο γυαλιών και ξύλων, καθώς ο Ταμ πηδούσε από μέσα του, κρατώντας ακόμα το σπαθί. Προσγειώθηκε χωρίς να χάσει την ισορροπία του, αλλά, αντί να τρέξει μακριά από το σπίτι, όρμηξε στο πίσω μέρος του, αγνοώντας τα τερατώδη πλάσματα που τον ακολουθούσαν και περνούσαν αδέξια από το σπασμένο παράθυρο και την πόρτα.

Ο Ραντ τον κοίταξε, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Γιατί δεν πήγαινε να το σκάσει; Έπειτα κατάλαβε. Την τελευταία φορά που ο Ταμ είχε ακούσει τη φωνή του, ερχόταν από το πίσω μέρος του σπιτιού. “Πατέρα!” φώναξε. “Εδώ είμαι!”

Ο Ταμ στριφογύρισε επιτόπου, δεν έτρεξε όμως προς το μέρος του Ραντ, αλλά απομακρύνθηκε διαγωνίως. “Τρέξε, παλικάρι μου!” φώναξε, χειρονομώντας με το σπαθί, σαν να υπήρχε κάποιος μπροστά του. “Κρύψου!” Καμιά δεκαριά πελώριες μορφές χύθηκαν στο κατόπι του, ενώ τραχιές κραυγές και στριγκά ουρλιαχτά γέμισαν ρίγος τον αέρα.

Ο Ραντ ξαναχώθηκε στις σκιές πίσω από τον αχυρώνα. Σε κείνο το σημείο ήταν αθέατος από το σπίτι, σε περίπτωση που κάποιο από τα πλάσματα ήταν ακόμα μέσα. Ήταν ασφαλής· προς στιγμήν, τουλάχιστον. Αλλά όχι και ο Ταμ. Ο Ταμ, που προσπαθούσε να παρασύρει αυτά τα πλάσματα μακριά από τον Ραντ. Τα χέρια του έσφιξαν το στειλιάρι της τσάπας και έκλεισε τα δόντια του με δύναμη, για να κόψει το απότομο γέλιο που του ήρθε. Ένα στειλιάρι. Αν τα έβαζε μ’ ένα απ’ αυτά τα πλάσματα, κρατώντας στειλιάρι, δεν θα ήταν σαν να έπαιζε ραβδομαχία με τον Πέριν. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τον Ταμ να τα αντιμετωπίσει μόνος του.