“Αν περπατήσω όπως όταν κυνηγώ λαγούς”, ψιθύρισε, “ούτε θα μ’ ακούσουν, ούτε θα με δουν”. Οι απόκοσμες κραυγές αντήχησαν στο σκοτάδι και ο Ραντ προσπάθησε να ξεροκαταπιεί. “Μάλλον σαν να κυνηγώ ένα κοπάδι πεινασμένους λύκους”. Απομακρύνθηκε από τον αχυρώνα, χωρίς να βγάλει ήχο, κρατώντας το στειλιάρι με τόση δύναμη, που τα χέρια του πόνεσαν.
Στην αρχή, με τα δέντρα ολόγυρά του, ένιωσε ανακούφιση. Τον έκρυβαν από τα πλάσματα που είχαν επιτεθεί στην αγροικία, ό,τι κι αν ήταν. Καθώς όμως γλιστρούσε στο δάσος, οι σκιές του φεγγαριού σάλευαν και του φαινόταν ότι και το ίδιο το σκοτάδι του δάσους άλλαζε και προχωρούσε. Τα δέντρα ορθώνονταν μοχθηρά· τα κλαριά τους απλώνονταν πάνω του σπαρταρώντας. Ήταν όμως μόνο δέντρα και κλαριά; Του φαινόταν πως άκουγε τα γρυλίσματα και τα χαχανητά βαθιά στο λαιμό τους, καθώς τον περίμεναν. Τα ουρλιαχτά των κυνηγών του Ταμ δεν γέμιζαν πια τη νύχτα, αλλά στη σιωπή, που είχε πάρει τη θέση τους, ο Ραντ μόρφαζε, κάθε φορά που ο άνεμος έκανε τα κλαδιά να ξύνονται μεταξύ τους. Έσκυβε όλο και πιο χαμηλά και προχωρούσε όλο και πιο αργά. Σχεδόν δεν τολμούσε ούτε να αναπνεύσει, φοβούμενος μήπως τον ακούσουν.
Ξαφνικά, ένα χέρι έσφιξε το στόμα του από πίσω, και μια σιδερένια λαβή άρπαξε τον καρπό του. Τίναξε λυσσασμένα το ελεύθερο χέρι του προς τα πίσω, προσπαθώντας να πιάσει αυτόν που του είχε επιτεθεί.
“Μην μου σπάσεις το λαιμό, παλικάρι μου”, ακούστηκε ο βραχνός ψίθυρος του Ταμ.
Τον πλημμύρισε ανακούφιση κι ένιωσε να του κόβεται η δύναμη. Όταν ο πατέρας του τον άφησε, ο Ραντ έπεσε στα τέσσερα, παίρνοντας κοφτές ανάσες, σαν να είχε τρέξει πολλά μίλια. Ο Ταμ έπεσε δίπλα του, στηρίχθηκε στον αγκώνα.
“Δεν θα το έκανα, αν είχα σκεφτεί πόσο μεγάλωσες τα τελευταία χρόνια”, είπε απαλά ο Ταμ. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν συνεχώς, καθώς μιλούσε σε συνεχή επιφυλακή μέσα στο σκοτάδι. “Αλλά δεν έπρεπε να βγάλεις άχνα. Μερικοί Τρόλοκ ακούνε σαν σκυλιά. Μπορεί και καλύτερα”.
“Αλλά οι Τρόλοκ είναι μονάχα...” Η φράση του Ραντ ξεψύχησε. Δεν ήταν απλή ιστορία, μετά τα αποψινά. Ποιος να ’ξερε, αυτά τα πράγματα μπορεί να ήταν και Τρόλοκ, μπορεί ακόμα κι ίδιος ο Σκοτεινός. “Είσαι σίγουρος;” ψιθύρισε. “Θέλω να πω... Τρόλοκ;”
“Είμαι σίγουρος. Τι όμως τους έφερε στους Δύο Ποταμούς... Πρώτη φορά τους βλέπω, αλλά μίλησα με ανθρώπους, που τους έχουν δει, ξέρω λοιπόν πέντε πράγματα. Ίσως όσα χρειάζονται για να σώσουμε τη ζωή μας. Άκου καλά. Οι Τρόλοκ βλέπουν καλύτερα από τους ανθρώπους στο σκοτάδι, αλλά το δυνατό φως τους τυφλώνει, τουλάχιστον για λίγη ώρα. Αυτός ίσως είναι ο μόνος λόγος που γλιτώσαμε από τόσους πολλούς. Μερικοί μπορούν να ακολουθήσουν κάποιον από την οσμή, ή τους ήχους που κάνει, αλλά λέγεται πως είναι τεμπέληδες. Αν τους αποφύγουμε γι’ αρκετά μεγάλο διάστημα θα πρέπει να τα παρατήσουν”.
Αυτό κάπως καθησύχασε τον Ραντ, αλλά όχι πολύ. “Οι ιστορίες λένε ότι μισούν τους ανθρώπους και υπηρετούν τον Σκοτεινό”.
“Τα κοπάδια του Ποιμένα της Νυκτός, παλικάρι μου, είναι γεμάτα Τρόλοκ. Σκοτώνουν για την ευχαρίστηση του θανάτου, έτσι άκουσα. Ένα όμως από τα λίγα που ξέρω, είναι ότι δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς, παρά μόνο αν σε φοβούνται, μα όχι πολύ, ακόμα και τότε”.
Ο Ραντ ρίγησε. Μάλλον δεν θα ήθελε να συναντήσει κάποιον που να προκαλεί φόβο στους Τρόλοκ. “Λες να μας κυνηγούν ακόμα;”
“Μπορεί, μπορεί και όχι. Δεν φαίνονται και τόσο έξυπνοι. Όταν μπήκαμε στο δάσος, κατάφερα, δίχως μεγάλη δυσκολία, να στείλω προς τα βουνά εκείνους που με ακολουθούσαν”. Ο Ταμ ψαχούλεψε τη δεξιά πλευρά του και μετά έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπό του. “Φέρσου όμως σαν να είναι έξυπνοι”.
“Πληγώθηκες”.
“Μη φωνάζεις. Μια γρατζουνιά είναι κι, εν πάση περιπτώσει, τώρα δεν μπορούμε να τη φροντίσουμε. Τουλάχιστον ο καιρός μοιάζει να ζέστανε λιγάκι”. Έγειρε πίσω μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό. “Ίσως δεν θα είναι μεγάλη ταλαιπωρία, αν περάσουμε όλη τη νύχτα έξω”.
Ο Ραντ, μ’ ένα μέρος του μυαλού του, είχε αρχίσει να σκέφτεται το παλτό του και το μανδύα του. Τα δέντρα έφραζαν, κάπως, τη μανία του ανέμου, αλλά οι σπιλιάδες που περνούσαν τους έκοβαν σαν παγωμένο μαχαίρι. Άγγιξε διστακτικά το μέτωπο του Ταμ, και μόρφασε. “Καις ολόκληρος. Πρέπει να σε πάω στη Νυνάβε”.
“Σε λίγο, παλικάρι μου”.
“Δεν έχουμε ώρα για χάσιμο. Είναι μακρύς ο δρόμος στο σκοτάδι”. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να σηκώσει και τον πατέρα του. Ένα βογκητό, που ξέφυγε από τα σφιγμένα δόντια του Ταμ, έκανε τον Ραντ να τον αφήσει κάτω βιαστικά.